Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Ο αποκεφαλισμός του Γεώργιου Καλδή (Καπετάν Κέδρος)






Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος



Δεύτερη παραδειγματική περίπτωση


Ο αποκεφαλισμός του Γεώργιου Καλδή
(Καπετάν Κέδρος)

Όσον αφορά τον Γεώργιο Καλδή με το ψευδώνυμο καπετάν Κέδρος και καταγωγή από το χωριό Μπουγάτσικο (Βόϊο) Καστοριάς, οι πληροφορίες που καταφέραμε να συγκεντρώσουμε για τη ζωή του και τα στοιχεία που αφορούν στη δράση του κατά τη δεκαετία του 1940, είναι περιορισμένα και προκύπτουν αποκλειστικά από μία σχετική βιβλιογραφική έρευνα. Από την άλλη πλευρά, οι προφορικές μαρτυρίες για τον καπετάν Κέδρο, αφορούν αποκλειστικά και μεμονωμένα στο γεγονός της σύλληψής του και στον αποκεφαλισμό του. Παρ’ όλα αυτά, μια περιγραφική αναφορά στη δράση του κατά την εποχή των πολεμικών συρράξεων (Αντίσταση-Εμφύλιος) καθίσταται απαραίτητη.
            Η πρώτη αναφορά για τον Γεώργιο Καλδή, τον κεπετάν Κέδρο, στον οποίο, από δω και στο εξής, θα αναφερόμαστε με το ψευδώνυμό του, Κέδρος –διότι ως Κέδρος ή Κέθρος είναι γνωστός στη συλλογική μνήμη των πληροφορητών– γίνεται στις 2 Μάη του 1942 στην πρώτη και ιστορική συγκρότηση ένοπλων ομάδων αντίστασης, στη Μπάκρυνα (σημερινή Γυρτώνη, Λαρίσης), όπου ο Κέδρος, με άλλα μέλη του ΚΚΕ, συνέταξαν μία ένοπλη ομάδα, η δράση της οποίας έναντι των Ιταλών αρχικά, και Γερμανών μετέπειτα, υπήρξε ιδιαίτερα έντονη[56].  
Η δεύτερη αναφορά στη δράση του καπετάν Κέδρου προκύπτει από το γεγονός της αποστολής του από το Αρχηγείο Κισάβου τον Γενάρη του 1943 στο Μαυροβούνι, ως επικεφαλής μιας ομάδας ανταρτών. Ο σκοπός της εν λόγω ομάδας του Κέδρου ήταν η δημιουργία αντάρτικου σε χώρους όπου δεν υπήρχε. Η αγανάκτηση των χωρικών ενάντια στους κατακτητές και τους λεγεωνάριους τους οδήγησε στη συσπείρωση γύρω από την εν λόγω ομάδα ανταρτών[57] η οποία βοήθησε στο γενικότερο συντονισμό της περιοχής. Ο Κέδρος, ωστόσο, επέστρεψε γρήγορα στον Κίσαβο, ενώ στο Μαυροβούνι και στο Πήλιο, παρέμεινε η ομάδα τού  Κωνσταντίνου Κατσινού[58]. Την έντονη δράση του καπετάνιου Κέδρου και της ιδιαίτερης θέσης τους, ως ενεργού μέλους του ΕΛΑΣ Κισάβου, πιστοποιούν και άλλες αναφορές του ονόματός του στη σχετική βιβλιογραφία που αφορά τη Θεσσαλία, εν γένει, στα χρόνια της Αντίστασης.


«Απ’ τα τμήματα του ΕΛΑΣ Κισσάβου πήρε μέρος ο Γεώργιος Καλδής – Κέδρος με άλλους δύο αντάρτες, που η παρουσία τους έδωσε ενθουσιασμό στους παραβρισκόμενους»[59].

Προς το τέλος του 1943, με την αποχώρηση και παράδοση των Ιταλών, ο Κέδρος παρουσίαζε, για ακόμη μία φορά, ιδιαίτερη δράση. Αναφέρεται ως συντονιστής συγκροτημάτων Μαυροβουνίου και Κισσάβου[60].
            Τα παραπάνω στοιχεία που παραθέσαμε σκιαγραφούν επιγραμματικά τη δράση του Κέδρου στα χρόνια της αντίστασης κατά των Ιταλών και μετέπειτα των Γερμανών. Παρ’όλα αυτά, ο κύριος προβληματισμός μας στο πλαίσιο της δεύτερης παραδειγματικής περίπτωσης εμπίπτει στη περίοδο του εμφυλίου πολέμου, 1946-1949, και συγκεκριμένα στο τέλος του ‘49, και αφορά τον αποκεφαλισμό του καπετάνιου Κέδρου ως αριστερού-αντάρτη μέλους του ΔΣΕ (Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας), στο πλαίσιο των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων,  από πλευράς του Εθνικού Στρατού.
            Ενώ στην πρώτη παραδειγματική περίπτωση μελέτης, με τον αποκεφαλισμό του Γρηγορίου Παπαλεξανδρή αναφερόμασταν στην περίοδο της κατοχής και της αντίστασης, με την εγκληματική ενέργεια να διαπράττεται από μέλη μίας αριστερής οργάνωσης του χωριού, στην παρούσα περίπτωση μελέτης, η εγκληματική ενέργεια του αποκεφαλισμού του αντάρτη-καπετάνιου Κέδρου, από τον Εθνικό Στρατό και τους ΜΑΥδες, αφορά στη περίοδο του εμφύλιου πολέμου. Ωστόσο η πρακτική του αποκεφαλισμού και στις δύο περιπτώσεις, εμπίπτουν στο πλαίσιο που αναφέραμε εξαρχής και σχετίζεται με το δίπολο βία-εξουσία. Ενώ στην πρώτη παραδειγματική περίπτωση η βία και η εξουσία ασκήθηκε από τα μέλη μίας αντιστασιακής ομάδας με αριστερές καταβολές, εδώ, στη δεύτερη παραδειγματική περίπτωση, βλέπουμε το φαινόμενο της βίας και της εξουσίας να λαμβάνει γενικότερα χαρακτηριστικά και να παίρνει τη μορφή της δεξιάς διακυβέρνησης. Ο Εθνικός Στρατός στις τελικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας στο τέλος της δεκαετίας του 1940, είχε ως στόχο την εξολόθρευση κάθε ίχνους αντιστασιακής ένοπλης μορφής ομάδων ανταρτών που δρούσαν αυτόνομα.
            Στο παραπάνω πλαίσιο ορίζεται ο αποκεφαλισμός του Συντονιστή των ανταρτών του Κισάβου, του καπετάν Κέδρου. Θα πρέπει να διευκρινιστεί, επίσης, στο σημείο αυτό, ότι τα στοιχεία που θα ακολουθήσουν και αφορούν τη σύλληψη και τον αποκεφαλισμό του Κέδρου προκύπτουν κυρίως από τις προφορικές μαρτυρίες δύο Μελιβοιωτών (πληροφορητής 1 και πληροφορητής 2), οι οποίοι υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του γεγονότος. Οι δύο λοιπόν πληροφορητές μας, ως μέλη των παραστρατιωτικών ομάδων, Μονάδες Αποσπασμάτων Διώξεως (ΜΑΔ), δρούσαν πλάι στον Εθνικό Στρατό.
Ο προφορικό λόγος των πληροφορητών όπως προκύπτει από τις αφηγήσεις τους, θα μας δώσει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για το ιστορικό γεγονός, καθώς μέσω των αναπαραστάσεων της βιωμένης εμπειρίας τους θα μπορέσουμε να απομονώσουμε και να ερμηνεύσουμε εκείνα τα στοιχεία που εμπίπτουν στον αρχικό μας προβληματισμό. Πρέπει να σημειωθεί επίσης, πως απουσιάζουν βιβλιογραφικές παραπομπές σχετικές με τη δολοφονία του Κέδρου. Η βιβλιογραφική μας αναζήτηση δε απέδωσε καρπούς αναφορικά με το εν λόγω γεγονός. Ωστόσο, μία μελλοντική επίσκεψη και έρευνα στα Γενικά Αρχεία Ιστορίας Στρατού καθίσταται απαραίτητη, τόσο για την ολοκλήρωση του εγχειρήματος, όσο και για τον εμπλουτισμό των ιστορικών στοιχείων που προέκυψαν από τις αφηγήσεις και την επιτόπια έρευνα.
Προτού προβούμε στις αφηγήσεις αυτές καθαυτές, που σχετίζονται με την προσέγγιση και τον αποκεφαλισμό του Κέδρου θεωρούμε συνεπές το γεγονός της παράθεσης ορισμένων στοιχείων, βιβλιογραφικών και προφορικών, που αφορούν στις γενικότερες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού σε συνεργασία με τις ΜΑΔ που έλαβαν χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου.
Στην ευρύτερη περιοχή της Μελίβοιας σε όλη την έκταση του Κισάβου, από την κωμόπολη Αγιά μέχρι το χωριό Καρύτσα προς Βορά, σε απόσταση περισσότερο από 25 χιλιόμετρα, στη δασώδη περιοχή, οι ομάδες ανταρτών είχαν στήσει πρόχειρα οχυρά και εγκαταστάσεις στρατοπέδευσης. Οι εκκαθαριστικές λοιπόν επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού είχαν το σκοπό του εντοπισμού και αφοπλισμού των αριστερών αντάρτικων ομάδων, που θεωρούνταν απειλή για τη χώρα και τον τόπο. Συντονιστής και αρχηγός της ομάδας ανταρτών του Κισάβου, και συγκεκριμένα προς το τέλος του εμφύλιου πολέμου, υπήρξε ο Κέδρος, με ιδιαίτερη δράση στην ευρύτερη περιοχή. Οι εκκαθαριστικές βέβαια επιχειρήσεις είχαν ξεκινήσει από τις αρχές του εμφύλιου πολέμου. Τα παρακάτω αποσπάσματα των Εκδόσεων του Ελληνικού Στρατού, που αφορούν στη συγκεκριμένη περιοχή, το χωριό Μελίβοια (Αθανάτη) και την ευρύτερη περιοχή της Όσσας (Κίσαβος), πιστοποιούν την ένθερμη ένοπλη κινητικότητα στην περιοχή: 

«Την ίδιαν ημέραν (13 Αυγούστου 1946) τμήματα του Μηχανοκίνητου Τάγματος Χωροφυλακής συνεπλάκησαν εις την περιοχής του χωρίου ΑΘανάτη (Μελίβοια) του όρους Κισσάβου μετά πολυμελούς συμμορίας. Μετά τρίωρον αγώνα εξετοπίσθησαν οι Κ/Σ (κομμουνιστοσυμμορίτες) εκ τω δεσποζουσών θέσεών των και διεσκορπίσθησαν. Συνελήφθησαν 3 Κ/Σ και ετραυματίσθη είς χωροφύλαξ»[61].

«Ο Λόχος Αγυιάς (Αγιάς) εκινήθη εκκαθαριστικώς κατά μεν την 10ην Αυγούστου 1946 επί του δρομολογίου Αγυιά-Μεγαλόβρυσι-Πετριανός-Τρεις Στάλοι-Παληοληάς-Ανατολή (…) Το Απόσπασμα Χωροφυλακής εκινήθη εκκαθαριστικώς επί του δρομολογίου Ραψάνη-Στόμιον-Καρύτσα-Κόκκινο Νερό-Μελίβοια-Αγυιά. Το αποτέλεσμα της επιχειρήησεως υπήρξε πενιχρόν»[62].

«Κατά νυκτερινήν ενέργειας της 22/23ην Οκτωβρίου παρά του 501 Τάγματος Πεζικού προς Μελίβοιας της περιοχής Όσσης, συνεπλάκη τούτο μετά ομάδος Κ/συμμοριτών, καθ’ ην εφονεύθησαν 3 συμμορίται και 1 τραυματισθείς συνελήφθη. Η εξερεύνησις της περιοχής Όσσης, εσυνεχίσθη μέχρι και πέραν της 31ης Οκτωβρίου παρά των τμημάτων της 3ης Ταξιαρχίας, άνευ όμως ουδενός σημαντικού γεγονότος ή αποτελέσματος»[63].

Μια πιο ξεκάθαρη ωστόσο εικόνα για τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε συνεργασία με τις τοπικές ομάδες ΜΑΔ και τον Εθνικό Στρατό προκύπτει από τον πληροφορητή 1, ο οποίος υπήρξε μέλος των Μονάδων Αποσπασμάτων Διώξεων και πλάι στον Εθνικό Στρατό, έλαβε μέρος σε αρκετές από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή. Η βιωμένη εμπειρία του έτσι όπως προκύπτει από την αφήγησή του μάς παρέχει τη λεπτομερή εικόνα της σκληρής πραγματικότητας του εμφύλιου πολέμου. Η αφήγησή του αφορά στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις προς το τέλος του εμφυλίου, 1949 προς 1950. Σε μία από αυτές, συγκεκριμένα στην τελευταία, ανίχνευσαν το καταφύγιο του καπετάν Κέδρου, το προσέγγισαν, συνέλαβαν τους αντάρες και  αποκεφάλισαν τον αρχηγό Γεώργιο Καλδή (καπετάν Κέδρο).

Πληροφρορητής 1:

« …πήγαμι σν’ Αγιά (…) και έκατσα εκεί. Αφού έκατσα εκεί, πέρασε κάνα εξάμηνο, αυτός ο υποδιοικητής ο Νικολάου, μας έδωσε όπλο ύστερα,  ΜΑΥΔΕΣ, μας γύμνασε εκεί, μας έδωσε όπλα, και παενάμι μαζί με το στρατό, όπου πάενε ο στρατός κι μεις.
Μια μέρα μας λέει, σήμερα θα πάμε στουν Κίσαβου. Ετοίμασαν απ’ του βράδυ, τα μπλάρια, τσ’ όλμοι, τα πολυβόλα και ξεκινάμε από αυτού απάν σν (προς την) Νιβόλιαν’[64]. Απ’ τν Νιβόλιαν’ πιο παν, 500 μέτρα, ήταν μία εκλησία ο Αϊ Λιάς. Μόλις συγκεντρώθκαμι ούλοι, από παν απ’ το σαράϊ μας είδαν οι αντάρτις, και σαν μας περιλαβέν’ μι τα μυδράλια… επισάμι καταΐ ούλοι, και κατέβασαν τσ’ όλμοι, οι ουλμιστέ και αρχινούν...
Μας λέει η υποδιοικητής, σαράντα άτομα, μπροστά, εμπροσθοφυλακή, και οι άλλοι θα προχωράτε. Σιγά-σιγά, φτάσαμε το μισμέρ’ απάν εκεί, ήταν μακριά. Αυτοί τι καν οι αντάρτες; έφυγαν από αυτό το ύψωμα και παν απέναντι στο Λιβάδι. Μόλις βγίκαμι απάν εκεί, πεταξάμι φωτοβολίδα όταν πήραμε το ύψωμα αυτό, βγεν τα μπλάρια μι τσ’ όλμοι, ι στρατός, μόλις συγκεντρώθκαμι. – από πούθε ήρθαν αρέ (απορεί, εννοεί τους αντάρτες), μυδράλια, πολυβόλα, τι είχαν αυτού, τς Κακομοίρας. Κοντά, τσ’ κινήγσαμι αυτού, έφυγαν. Έναν τον έπιασαν οι δικοί μας, έναν αντάρτ’, τον χτυπούσαν. Ήταν ο διοικητής εκεί, από πού ‘σε αρέ, τον λέει, απ’ τν Διρβικούσια.
«Πήγες αντάρτς αρέ ή σι πήραν;» «Πήγα λέει». Λέει τον Γιαμαρέλου απ’ την Πελοπόννησο, πάρτον και απώλνατον, αυτός θαρούσε θα τον απωλίσ’.  Όπως έκανε έτσι κατ την κατηφόρα (σαν να τον βλέπω τον καημένο), τον αρχίνσι έτσι απ’ ιδώϊα (από δω)  Δυσσέα [έδειχνε τη μέση]  μέχρι του κιφάλ’, ριπή, κρρρρ… πέφτει καταΐ, σκώθκι, μας κοίταξι, κομμάτια μετά – κόκαλου.
Καμπόσιν ώρα (αργότερα), βλέπουμι μέσα στου ρέμα στουν Κίσαβο εκεί, σν  Μπρουμά, μαζουμένι αντάρτες, και αρχίνσαν τα βίκερ τα δικά μας. Ιιιιιι, διέλσαν ικεί μέσα, σκωτόθκαν τρία κουρίτσια. Τα’ χαν επιστρατευμένα. Και μας λέει ι διοικητής, θα πάτι κατ΄εκεί τώρα. Αρε πώς να πάμι λέει η ανθυπολοχαγός εκεί, είναι αντάρτις. Θα πάτι λέει, και από δώ αρχινούν τα πολυβόλα. Πάμε κάτ’ εκεί, αφτά τα κουρίτσια δεν ήταν από δω, ήταν από άλλα χωριά, ακόμα οι νεύρες έπαιζαν, τα καημένα, είχαν μία κουβέρτα λίγο ψουμί, και τσ’ απαράτσαμι ουδ’ ικεί. Εκεί εκατσάμι ώρες.  
Φεύγουμι απου κει Δυσσέα, και πού παμι λες εσύ; Στουν Καπρίτσιου, σν Καρύτσα, σαδώ. Εκατσάμι το βράδυ εκεί, μόλις έπαιρνε να σουρουπώσ’ βγήκαν αυτά τα γρούνια τα Καρτσιώτκα τα είχαν απαρατμένα γιατί έφυγε ο κόσμος, και λέει οι διοικητής, πάρτε τα πολυβόλα και σκοτώστε όσα μπορείτε. Οι ολμιστέ, οι πολυβολιτέ, ότι άλλοι ήταν εκεί, παν νύχτα και τα πήραν τα γρούνια και τα έψηναν. Πάει οι διοικητής το πρωί, κοιτάει ένα δυο γρούνια, πού είναι τα άλλα; Βλέπει τον Σ… τον Αντώνη, το είδε με το κρέας, τον κρέμασε. Εγώ ο παλαβός έρχομαν από κατ, είχα ένα μπούτι, τέτοιο (δείχνει με το χέρι) να το ψήσω [τυράγνιες (ήμασταν), νηστκιοί]. Βγαίνω εκεί σε ένα μέρος, με λέει ο Γιαμαρέλος που σκότωσε έναν αντάρτη εκεί, πέταξτο αρέ με λέει… ήταν απ’ την Πελοπόννησο αυτός, ένα μούτρο, το βράδυ που κοιμούνταν ούρλιαζε σαν λύκος, σκότωσε 40 τόσα άτομα, σκότωσε εδώ στον Αϊ Ταξιάρχη ούλοι (όλους), όσοι ήταν εδώ αυτός τς σκότωσε. Τον κρέμασε τον Σ…, απέναντι απ’ του μπαϊρι αυτό, ήταν ένα τάγμα χωροφυλακή. Άκουσε ο χωροφύλακας, αυτός ο διοικητής, έρχεται με το άλογο εκεί, και ήταν μπροστά ο υπολοχαγός ο θκός μας εκεί, τι γίνετε; τι συμβαίνει και ουρλιάζετε;
-Κρεμάν τς ΜΑΥΔΕΣ κύριε διοικητά,
- γιατί;
- Απ’ τα κρέατα!
- κι υστέρα κρεμάν τς ΜΑΥΔΕΣ;
Τον ξεκρέμασε τον Σ…, και είχε και ένα μπλάρ’ είχε τα πολεμοφόδια φορτωμένα.
Από κει κατ’, στου Κόκκινου Νερό. Ήταν τότε τον Αύγουστο με τα σταφύλια, δεν μας άφηνε να φάμε σταφύλια, απ’ αυτού κατ’ στν Παλιουργιά, στ’ Αλώνι στ Βρύσ’ απάν εδώ στουν Γκούτζιμπου, μετά στα νεκροταφεία, από κει στν Κάψτια και από κει παν (δεν θυμάται).
Εκατσάμι εκεί, μας λέει ι διοικητής, ήταν ένα τέρας, αυτόν τον είχαν σκοτώσει οι αντάρτες τν γυναίκατ’ και άμα έπιανε αντάρτες τς καθαρνούσε δεν τς άφηνε. Είχε ένα παιδάκ’ 14 χρονών, το είχε κοντά τ’. Τώρα θα πάτε ενέδρα κατ στ’  Μπάρα. Παραπάν είχε κάτι πολεμοφόδια κάτι πολυβολεία ιταλικά, πιο πάνω, εμείς πήγαμε πάν εκεί οι άλλοι ήταν πιο κατ. Βλέπουμε μια κατασκήνωση, μία δύο η ώρα, δυο καβαλάρηδες-τρεις (μιλάει χαμηλόφωνα). Ήταν αντάρτες. Λέμε τον υπολοχαγό,  άστους λέει να φυγν. Και τς άφσαμε. Του προυί εκαμάμε κατ. Τι έγινε, δεν έγινε τίποτα λέμε στον διοικητή, δεν είδαμε τίποτα. Άμα μας μάθαινε ότι δεν τς τφέκσαμι θα μας σκότωνε στο ξύλο. Από κει το μεσημέρι ήρθαμε εδώ στον Αϊ Λιά, ήρθε άλλος ένα ταγματάρχης, Τσούμας λέγονταν. Καλός εκείνος. Αυτό το τέρας το πήραν ύστερα. Από κει πήγαμε σν Αγιά και απ’ ν’ Αγιά ήρθαμε εδώ όπου επαναπατριστήκαμε. Ήρθαν εδώ, χτύπσαν οι αντάρτες τν Νιβόλιαν, ματα τ’ σίκωσι ούλ’ πάλι. Πάμε πίσω σν Αγιά πάλι».

Όπως έγινε γνωστό από το παραπάνω απόσπασμα της αφήγησης του πληροφορητή 1, μεγάλος πληθυσμός ατόμων από τη Μελίβοια, ηλικιωμένοι, γυναίκες, παιδιά και άντρες, μετακινήθηκαν προς την Αγιά το 1947, όπου εγκαταστάθηκαν πρόχειρα σε διάφορα σημεία, σχολεία και δημόσια κτήρια, για την προστασία τους από τις επιδρομές των ανταρτών που στρατοπέδευαν σε οχυρά της ευρύτερης περιοχής του Κισάβου. Εκεί οι νέοι άντρες, επιστρατεύονταν και εκπαιδεύονταν ώστε να ενταχθούν είτε στο Εθνικό Στρατό είτε στις τοπικές ομάδες ΜΑΔ. Ο εν λόγω πληροφορητής μας, εντάχθηκε στην τοπική μονάδα ΜΑΔ, οπότε πλάι στον Εθνικό Στρατό έλαβε μέρος στις εκκαθαριστικές αυτές επιχειρήσεις. Η επιχείρηση που μας αφηγήθηκε ξεκίνησε από την κωμόπολη Αγιά, κατευθύνθηκε προς τα Δυτικά στον οικισμό Μεγαλόβρυσο και μετέπειτα Βόρεια προς τη Μελίβοια έως την Καρύτσα. Όπως έγινε επίσης γνωστό, ο ρόλος των επιχειρήσεων ήταν να συντρίψουν στο πέρασμά τους κάθε μορφή ένοπλης αντίστασης και να αφοπλίσουν τις ομάδες των ανταρτών που δρούσαν στην περιοχή.

«Υστέρα, και που δεν πήγαμι. Στουν Αγιογκόλα τον Φωνιά, φυλαξάμι τρεις μήνες εκεί. Τα φυλάκια φαίνονται ακόμα. Πιο πάνω από κει τον Αγιο Νικόλα, είχαμι ένα παρατηρητήριο πάειναν κάθε μέρα από δυο φαντάρ’. Και μια μέρα μας τς πήραν τς στρατιώτες. Μόλις πάμε εκεί ήταν λούφα οι αντάρτις…  τους γράπουσαν, άφανοι. Α’ρε λέει η υπολοχαγός, πως δεν ήρθαν τα παιδιά, πάει μία η ώρα, δύο, άφανα. Τι έπαθαν. Έστειλαν κάτι φαντάροι απάν να δουν, τς πήραν οι αντάρτες. Τς  καθάρσαν τώρα τι τσ’ έκαναν… φυλαγάμι εκεί δύο μήνες. Το βράδυ πααινάμι ενέδρες. Τζιούξαν, σακατ’ αυτού στα χωριά…χάλια Δυσσέα».

«Άλλη μια φορά πήγαμι στν Καρύτσα. Είχε ένα χιόνι και να ρίχνει μι του καντάρ’. Μόλις φτάνουμε στν Καρύτσα, απάν στν Φλούδα, κόσμου δεν είχε, κάνα δύο παππούδες μαναχά είχι. Φτάνουμε εκεί βλέπουμε φώτα στου χουριό ούλου. Αμάν λέει ο ανθυπολοχαγός, φώτα πολλά έχει, μήπως είναι κανας στρατός. Όχι αντάρτες (είναι). Και τώρα; Θα περικυκλώσουμε το χωριό ούλου. Και να είνι του χιώνι ικΐα [(εκεί)- δείχνει με το χέρι του το ύψος]. Πάμε, φτάνουμε σν άκρια στου χουριό, ήταν κάτι φράχτες. Και να ρίχνει (χιόνι) να μην βλέπς πθινά. Με του καντάρ’(με το καντάρι, εννοεί μεγάλη ποσότητα). Τι να κάνουμε αρε υπολοχαγέ. Κάτστε αφτού τώρα ώσπου να φέξ’. Εκατσάμι εκεί, κρύο α’ρε, δεν είχαμε και ρούχα πολλά. Έφεξε, πετούν κάτι φωτοβολίδες εκεί, και ήταν (όντως) χωροφυλακή. Εκαμάμε από κει σαπάν, πως αγλιστρώ εκεί, με φεύγει το όπλου… χάλια-χάλια Δυσσέα».   

Τα δύο τελευταία αποσπάσματα της αφήγησης του πληροφορητή 1 που εξιστορούν γεγονότα από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην εν λόγω περιοχή, κλείνουν με το λεκτικό μοτίβο «χάλια-χάλια Δυσσέα». Η σκληρή πραγματικότητα που βίωσε ο πληροφορητής μας στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, οι εικόνες που εξέλαβε από το μέτωπο του πολέμου, όντας νέος, και πολεμώντας, παρά τη θέλησή του, έναντι συχωριανών του και συνανθρώπων του, μεταφράζεται με τη λέξη «χάλια», θέλοντας να χαρακτηρίσει την όλη κατάσταση.

«Άλλη μια φορά ήρθαμι απ’ ν’ Αγιά εδώ κατ στ’ ν’  Σωτιρίτσα. Έρχουνταν στρατός και θέριζαν και τς φυλαγαν, ήταν Καψτιώτες, και τς φύλαγε ι στρατός να μην τς τα πάρν οι αντάρτες. Αυτός ι διοικητής η Νικολάου, το σκλί του μαύρου αυτό. Ο Π… ήταν όξου αντάρτς, η άλλος η αρδερφός τ’ ήταν και αυτός αντάρτς. Έπιασαν τν μάνατ’ με τουν πατέρατ’ αυτού κατ (στο σπίτι) και τς κρέμασι η Νικολάου, τσ’είχι με τα χέρια έτσι (από τα χέρια κρεμασμένοι), και αυτός ο παππούς με ένα μάτ’… και να είναι η μύγα… να τζουτζουνίζ’, με ανοιχτό το στόμα, και έναν απ’ ν Κάψτια τον Βασίλη τον Χαϊδούλι. Και αυτόν τον κρέμασε. Κρέμαστον και αφτόν. Και ήταν ο Γιαμαρέλους ο πούστης, απ’ την Πελοπόννησο, ήταν από ένα χωριό, δεν άφινε κανέναν, τέτοιο σκλι (ήταν). Αλλά το βράδυ ρέκαζι… και πάει ένα βράδυ ένας στρατιώτης, τον ήξερε, και τον κοπανάει μια κλωτσιά, «σήκω πάνω γαμώ το κερατό σ’, σκοτώνς τον κόσμο και βογκάς, εγκληματία…». Σκοπός δεν πάαινε, φοβούνταν».

«Ύστερα άλλη μια φορά πήγαμι στον Άγιο Βάτο. Ήταν ο στρατός εδώ στ’ Μπαντάν’ το σπίτι. Είχαμι τον Πιλαρινό (διοικητή). Και μας λεν, θα πάτι στουν Αγιο Βάθος είναι αντάρτες. Ξεκινούμε από δω νύχτα. Στουν Αστρουβό κατ’ αυτού στην Φτσιάρα, φτάνουμι εκεί…σκουτάδ’. Αλλά ευτυχώς είχαμι ντόπιοι από κει και ήξεραν τα μέρη, και είχαν φωτιά και έψηναν κούκλις (καλαμπόκι). Μόλις έφιξι, σαν τς αρχινούν εκεί, κι είχαν και παρατηρητή. Τον έπιασε ο στρατός ανα κένα αυτόν. Και αρχινούν με τις χειροβοβμίδες …και επιασάμι εφτά. Ένα κουρίτς, δεν θα ήταν 20-25 χρουνού, να ήντου ρε Δυσσέα, μπούτια, μάγλα, χέρια, κλιες, απ’την χειροβομβίδα, αίμα όχι αίμα και να μην φοβάτι ντιπ – ε αυτά δεν έιναι τίποτα να λέει. Άρε, στέκα να σει δει ι νουσουκόμους, ν’ έβαλε ιώδια, το ’να, τα’ άλλο και τν έδεσε, από κει τς εφιράμι εδώ στ’ Μπαντάν’. Η ένας ήταν η Ζ… απ’ την Νιβόλιαν. Τον σκότωσε ο Π… ο Σ… εδώ σν Γκλόμπα (το λέει χαμηλόφωνα), γιατί τον σκότωσε τν γναίκατ’ όταν την πήραν από την Άλχωρα οι αντάρτες. Τς άλλοι και το κορίτς αυτό το τραυμαντσμένο τάστειλαν για τη Λάρισα. Δεν πείραξαν κανέναν. Τς’ εφεράμε αυτού σ’ Μπαντάν’ ήθελαν να τον σκοτώσν, ουδε τότε (εκείνη τη στιγμή) τον Ζ…, αλλά δεν τς άφηναν. Του ταχιά (την επόμενη μέρα) που πάαιναν σν Αγιά, απ’τον ακατνό τον δρόμο, τον καθάρσε αυτός ο Γ…. Στον Αστροβό μας απώλσαν και έφυγα να μιν μας ματα παρν οι αντάρτες πάλι. Δεν άφιναν κανένα Δυσσέα, ήμασταν σαν τον σκύλο στ’ αμπέλι, δεν τον υπολόγιζαν τον άνθρωπο τότε. Σκότωσε ο Γιαμαρέλους αυτού στον Αϊταξιάρχι ,15 άτομα, τσ’ τέντουσε ούλοι (όλους)».

«Στουν Οστρουβο, έπιασαν ένα κουρίτς,  Κασιανή, ήταν απ’ τον Βόλο, απ’ τα Κανάλια, το θυμάμαι σαν τώρα, και τν μανιά. Αυτό είχε έναν αδερφό, είχε ένα καρβέλι το παιδί, και όταν πήγαμε εδώ στ’ Κόλια, μας λέει η Σμπάπς είναι αντάρτις, έφαγαν τα μελίσσια ούλα, δεν πάμε στον διοικητή, πήγαμι. Μόλις ήρθαν οι αντάρτις εκεί δεν μπορέσαμε να πιάσουμι κανένα. Πέρα στα Μιλανά, σν Γκουτσπιά σαδώ, ήταν δύο άτομα το κορίτς και η γιαγιά. Το κορίτς το τραυμάτσαμι έπεσε καταεί ήταν και η γιαγιά κεί. Πήγαμι ύστερα πέρα εκεί, παρακάτ’  έπεσε και η αδερφότς, τέτοια ηλικία σαν και εσένα είχε, τα πήραμι ήρθαμε στ’ Κόλια. Εκεί ήταν μια συναγωνίστρια σκοτωμένη. Και πάει και αυτός ο …. και τν τραβούσε τν κιλώτα για να δει. Ρε τι να δεις, δεν αντρέπεσε είσαι οικογενειάρχης άνρθωπος, τι να δεις ρε γαϊδούρ’. Και να έχει ψείρα αυτήν φορτωμέν’. Από κει ύστιρα βγίκαμι στουν Αστροβό. Και έφυραν κανα δυο, ήταν από δω από πίσω απ’ το Συκούριο. Εμείς ήμασταν ενέδρα κατ’ στ’ θάλασσα».

Οι αφηγηματικές εικόνες που προσφέρθηκαν από την αφήγηση του πληροφορητή μας δείχνει τις σκληρές μορφές της βίας κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Όπως γίνεται αντιληπτό, η βία στο πλαίσιο του εμφύλιου πολέμου αφορά και στους δύο πόλους. Οι αριστεροί αντάρτες του ΔΣΕ, όπως και οι φαντάροι του Εθνικού Στρατού με τους ΜΑΥδες, ασκούσαν έντονη βία ενάντια στον κατά περίπτωση εχθρό. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά στη σχετική, με τον εμφύλιο πόλεμο, βιβλιογραφία. Η οπτική προς τη βία επίσης, αλλάζει, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την οπτική γωνία των εμπλεκόμενων φορέων. Υπάρχει η οπτική του θύτη, του θύματος και η οπτική του μάρτυρα θεατή, το λεγόμενο τρίγωνο της βίας κατά τον ορισμό του Riches. Σημαντική επίσης καθίσταται η οπτική του ανθρωπολόγου και του ιστορικού για την οπτική γωνία θέασης της βίας στον εμφύλιο. Όσο αφορά τη δική μας διαμεσολάβηση στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας, περιοριζόμαστε στην πρακτική του αποκεφαλισμού αυτή καθαυτή, καθώς τόσο ο προβληματισμός μας, όσο και το ερώτημα που προσπαθούμε να ερευνήσουμε αφορά, στην πρακτική του αποκεφαλισμού, ως κατεξοχήν πρακτική θανάτωσης στην εν λόγω περίοδο.
Η παρακάτω αφήγηση του πληροφορητή 1 αφορά στο κεντρικό θέμα της εργασίας με τον αποκεφαλισμό του Κέδρου. Σε μία από τις τελευταίες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, ύστερα από πληροφορίες που έδωσε ένας συντοπίτης στον αρμόδιο τμήμα του Εθνικού Στρατού που στρατοπέδευε στην Αγιά –σχετικές με τη συγκεκριμένη τοποθεσία του κρησφύγετου της ομάδας του Κέδρου– ο Εθνικός Στρατός με μέλη της ομάδας ΜΑΔ της Μελίβοιας, εντόπισαν το κρησφύγετο του καπετάν Κέδρου με σκοπό τη θανάτωσή του και τον αφοπλισμό των ανταρτών.

«Άλλη μια φορά πήγαμι απάν, απ’ τν Καρύτσα του χωριό, πολλά χιλιόμετρα, δυο, είχαμι αυτόν τον Ζ…, απ΄την Κάψτια[65] (ο Ζ είχε δώσει τις σχετικές πληροφορίες για την τοποθεσία του Κέδρου, και οδηγούσε τον Εθνικό Στρατό και τους ΜΑΥδες προς το σημείο). Ήταν ο Κέθρος. Αυτός ήταν τρανό στελέχιο.
Εκαμάμε αυτού. Μόλις βγίκαμι απάν απ’ τν Καρύτσα ψιλωμένα, αυτός είχε σμάδια ο Ζ…, στς οξυές, καρφιά απ’ αυτά που καρφών’ τα άλογα. Α! και δω α! (έψαχνε ο Ζ… να βρει το μέρος) και κει, σε μια περίπτωση έβγαλε ο υπολοχαγός το πιστόλι να τον σκωτόσ’.
- Άστον. (ο Υπολοχαγός υπέθετε ότι ο Ζ ψεύδετε).
Α σακ σακ, μας μύρσι φουτιά. Ξερς τι μύρζμα καν’ η φωτιά το βράδυ, μόλις πήρε να σουρουπόσ’; Είχαμε στολές, την μύτη μοναχά όξου, φυλάγαμε. Μόλις κρύουνες –σήκου εσύ, άντε άλλος. Μόλις έφεξι, πάμε και περικυκλώνουμε το καταφύγιο αυτό… τι καμν αυτοί; Βγήκαν όξου και μας αρχινούν με τις χειροβομβίδες, και μεις τα όπλα, τίποτα (όμως), ήταν παγωμένα, …ρε ντίπ.
Αυτός, ο Κέδρος άξαμει, σκοτώθκει (αυτοκτόνησε), μέσα για να μην τον πιάσν. Και ήταν μια συναγωνίστρια, ήταν απ’ την Μαρμάριαν, πολύ γραμματζέν’, για σείρε μέσα τν’ λέει, σκοτώθκει; Τράβα τον την μπότα… Είχαμε πάρει, αυτήν απ’ την Μαρμάριαν άλλ’ δυο και αυτόν τον Κέθρο».
«Οδ.: Ήσουν μπροστά τότε που τον έκοψαν το κεφάλι»;

«Ναι! Ναι! να μην πω ποιος…(του έκοψε το κεφάλι εννοεί). Ο Μ… ο Τ…. Τς’ τόβαλε στο τσουβάλ’ και αυτήν η συναγωνίστρια και άλλοι κανα δυο, τους πήγαμε σν’ Καρύτσα και από κει εδώ στου χωριό.. Μόλις φτάσαμε (…) απάν, απάν, βλέπω τον υπολοχαγό, ήθελε να σκοτώσ’ αυτόν τον Ζ…. Γιατί να τον σκοτώσ’ ρε;
-Α εσύ είσαι;
Ήθελε να τον σκοτώσει. Είχε λύρες εδώ (δείχνει τη ζώνη). Ήθελε αν τον πάρει τις λύρες. Και μόλις είδε εμάς…τι κανς αυτού ρε…
-Α τίποτα, τίποτα, προχώρα.
Τ’ Κέθρου το κεφάλ’ το’ χαν εδώ σντ’ Μπαντάν’ μέρες. Τόχαν στν’ πλατεία και του κοιτούσαν. Μαύρο μαλλί, τόσοϊα (κάνει κίνηση με το χέρι), κατσαρό και άσπρα δόντια. Εδώϊα απ’ τό’ κοψαν, ούλου άσπρου έχουμε παχί, ούλα ξούγκ’ (έδειχνε με το χέρι του το λαιμό). Με τσουβάλι το έφερναν εδώ, το έβγαλαν έξω και το κοιτούσαν ο κόσμος. Το κεφάλι τ’ Κέθρου!. Ήφηραν τ’ Κέθρου το κεφάλ’! Φώναζαν!

«Οδ.: Έφεραν και άλλων τα κεφάλια;»

«Έφυγαν. Μας πέταξαν χειροβομβίδες και έφυγαν, μαναχά αυτό του κουρίτς’  και κάνα δυο άλλοι. Α’ ρε να μην ανοίγν’ τα μαγκούφκα τα όπλα (απορεί). Το 1949, Χειμώνα προς το 50, όταν τελείωναν οι επιχειρήσεις. Όταν έμειναν λίγοι τς έπιαναν. Ο άλλος από δω απ’ την Ρέτσιανη ο Αβέρωφ, σκοτώθκι μαναχός τ’ (αυτοκτόνησε) με την γυναίκατ’. Δεν παραδόθηκε. Και την γυναίκα του τη σκότωσε να μην παρουσιαστεί. Σκότωσε πρώτα αυτήν και μετά αυτός».

Όπως έγινε γνωστό από την παραπάνω αναφορά ο Εθνικός Στρατός εντόπισε το οχυρό του Κέδρου στον Κίσαβο, σε απόσταση περίπου 15 χιλιόμετρα από τη Μελίβοια. Εκεί, ύστερα από ένοπλη συμπλοκή, σύμφωνα με την αφήγηση, οι αντάρτες-μέλη της ομάδας του Κέδρου, επιτέθηκαν με χειροβομβίδες. Ο Κέδρος καθώς αντιλήφθηκε το γεγονός του εντοπισμού του από το Στρατό, έβαλε τέλος στη ζωή του. Οι αυτοκτονίες των ανταρτών, και ειδικότερα των ισχυρών στελεχών των αντάρτικων ομάδων, ήταν γεγονός. Όπως συνέβη με τον Άρη Βελουχιώτη, έτσι και ο Κέδρος, όπως επίσης, και ο καπετάν Αβέρωφ από το Μεταξοχώρι Αγιάς, προτίμησαν να αυτοκτονήσουν παρά να παραδοθούν στον εχθρό. Ο αποκεφαλισμός του Κέδρου, έγινε από ένα μέλος των ΜΑΔ, τον Μελιβοιώτη Τ…. (πληροφορητής 2), το όνομα του οποίου μας εκμυστηρεύτηκε ο πληροφορητής 1. Ο αποκεφαλισμός του πιθανόν να έγινε ύστερα από εντολή του Υπολοχαγού του Εθνικού Στρατού που ήταν επικεφαλής της επιχείρησης.
Παρακάτω παραθέτουμε την ίδια την αφήγηση του Τ… (πληροφορητή 2) για το γεγονός αυτό καθαυτό. Όπως θα γίνει βέβαια γνωστό στη συνέχεια, ο πληροφορητής 2 δεν έδωσε την πληροφορία ότι ο ίδιος έκοψε το κεφάλι του Κέδρου. Τόσο από τον τόνο της φωνής του, όσο και από τη μετάθεση της συζήτησης και τις διάφορες υπεκφυγές, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία σε γεγονότα μικρής, για εμάς, σημασίας – δεν είναι τυχαίες οι αναφορές του στα πιστόλια– θέλησε να αποκρύψει για τους δικούς του λόγους την πληροφορία ότι ο αυτός ο ίδιος απέκοψε την κεφαλή του Καπετάνιου-συντονιστή Κέδρου. Επίσης, η αφήγησή του, συγκριτικά με την προηγούμενη, παρουσιάζει αρκετές διαφορές, αλλά βέβαια, και κοινά στοιχεία:

Πληροφορητής 2:

«Φύγαμε από την Αγιά, περάσαμε πάνω από τη Μελίβοια, απ’ τουν Άγιο Θανάσ’ και μετά φτάσαμε παραδώ απ’ τν’ Καρύτσα. Η Ζ… μας πήγε. Ήταν μια καλύβα εκεί…και δίπλα περνούσε ένας δρόμος, είχι χιόν’. Είχαν ένα δρόμο που πάαιναν να παρν’ νερό. Και είχε μια τρύπα (στην άκρη του δρόμου) κατέβαιναν απου κει κατ’ (κατέβαιναν στην υπόγεια καλύβα-καταφύγιο). Εγώ κοιτούσα του δρόμου, και δεν κοίταξα (δεν είδα την τρύπα) και έτσ’ όπως κάνου…βρρρρου…βρέθκα μέσα ικία…κατέβκα την κατηφόρα, τί κάνω αρέ; (αναρωτήθηκε) κατέβκα κατ’ στουν Κέδρου.
-         Αχ! Φασίστες λέει… ΜΠΑΜ ΜΠΑΜ! Δυο στο κεφάλ’…καταεί (έριξε ο Κέδρος δύο πιστολιές στο κεφάλι του και έπεσε κάτω, αυτοκτόνησε).
Βλέπου του όπλου, ένα δεκαωχτάρ’ πιστόλ’,  δεκαοχτώ φυσίγγια έβανε μέσα, το παίρνω, του χώνου στ’ τζιόπα. Οπλισμένο όπλο, τό’ βαλα μέσα. Κοιτώ σν’ μπάντα, άλλο πιστόλι. Είχαν πουλλά εκεί μέσα στου καλύβ’».

«Οδ: Πως δεν πυροβόλησε αυτός πρώτος (ο Κέδρος)»;

«Με του έτσ’ που έκανα εγώ μπριιιι… (γλήστρισε και έπεσε) με είδε, ΜΠΑΜ ΜΠΑΜ καταί. Τί κάμω τώρα… Πλημάρ’ το αίμα… Μόλις το είδα (το πιστόλ’) το χώνο μες’ τζιόπα, είχα έλλημα από πιστόλ’…μπήκα μετά μέσα στην αποθήκη. Είχε κόσμο κι άλλο η αποθήκ’. Σταμάτσαν όλοι… Ψηλά τα χέρια, Ψηλά τα χέρια! Φώναζαν οι άλλοι, οι θκίμ’ (οι δικοί μου, Εθνικός Στρατός και ΜΑΥΔΕΣ) μπήκαν και αυτοί μέσα…και τς αφοπλίσαμε ούλ’, ήταν ούλ’ με τα χέρια ψηλά. Ήταν πουλά άτουμα ικεί, ήταν και ένα κουρίτσ’ απ’ τν Μαρμάριαν’. Ήταν κι’ άλλα άτουμα, 16-17, μόνο αυτός (Κέδρος) σκουτώθκει (αυτοκτόνησε). Μετά τς’ φέραμι ιδώ, τουν Κέδρου του κώψαμι του κεφάλ’ και τουν πετάξαμι αυτού πέρα…στουν δρόμου… Ότι ήθελαν έκαμαν… (η αφήγησή του στο σημείο αυτό παρουσιάζει μία εμφανή προσωπική ενόχληση του πληροφορητή και έναν έντονο προβληματισμό)».

«Οδ: Ποιος είχε το κεφάλι; Ποιος το κουβαλούσε»;

«Το κεφάλ’ το ‘παίρνε πότε ο ένας πότε ο άλλος, έναν σκοτωμένο είχαμε (τον Κέδρο), οι άλλ’ ήταν ούλ’ ζουντανοί. Τσ’ φέραμι εδώ στ’ Μπαντάν’ απάν. Φέραμε και τα όπλα ούλα που είχαν…σφαίρις, ατελείουτις, τυράγνεια να τα φέρουμι….δεν άφσαμι τίπουτα…».

«Οδ: Αυτοί δεν κουβαλούσαν τίποτα (οι αιχμάλωτοι αντάρτες)»;

«Αυτοί τς’ είχαμι δεμένα τα χέρια. Δεν είχαν πυρομαχηκό καθόλου, τίποτα. Εμείς απ’ του χωριό ήμασταν 15 άτουμα, στρατιώτες δεν θυμάμαι, ήταν πολλοί». 


Η αφήγηση του πληροφορητή 2 που προηγήθηκε μας δίνει, αφενός ορισμένα κοινά στοιχεία με την αφήγηση του πληροφορητή 1, αλλά, από την άλλη, παρουσιάζει αρκετές διαφοροποιήσεις. Στη πρώτη αναφορά πληροφορηθήκαμε ότι, καθώς ο Εθνικός Στρατός πλησίασε στο καταφύγιο των ανταρτών, οι τελευταίοι επιτέθηκαν με χειροβομβίδες και τράπηκαν σε φυγή, ενώ ο συντονιστή-αρχηγός Κέδρος αυτοκτόνησε. Στην δεύτερη αφήγηση ο πληροφορητής αναφέρει ότι ύστερα από ένα τυχαίο γεγονός, καθώς σκόνταψε, ο ίδιος, και σύρθηκε διαμέσου μίας οπής στο υπόγειο καταφύγιο, βρέθηκε αυτομάτως εμπρός στον αρχηγό Κέδρο ο οποίος σαστισμένος μπρος στη θέα του οπλισμένου ΜΑΥ αναφώναξε «Φασίστες!» και αυτοκτόνησε. Στη συνέχεια μας πληροφορεί πως συνέλαβαν και αφόπλισαν 16-17 συντρόφους του Κέδρου και μία νέα κοπέλα από τη Μαρμάριανη –η ίδια κοπέλα αναφέρεται και από τον πρώτο πληροφορητή– τους οποίους, μαζί με τα πυρομαχικά, μετέφεραν στη Μελίβοια στην κατοικία του Μπαντάνη όπου λειτουργούσε εκείνη την εποχή ως αρχηγείο του Εθνικού Στρατού. Η διαφοροποίηση ως προς ορισμένα στοιχεία του γεγονότος προκύπτουν από την εμφανή ενόχληση του πληροφορητή 2 σχετικά με τον αποκεφαλισμό του Κέδρου. Η πληροφορία ότι ο αυτός (πληροφορητής 2) αποκεφάλισε τον Κέδρο έχει διασταυρωθεί και επαληθευθεί από αρκετές συζητήσεις επί του θέματος.
Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι ο αποκεφαλισμός του Κέδρου δεν έγινε κατά βούληση του ίδιου του αυτόχειρα, πληροφορητή 2, αλλά ύστερα από εντολή που δέχτηκε ο ίδιος, από κάποιον ανώτερο. Το γεγονός της αφήγησής του στο σχετικό σημείο «ότι ήθελαν έκαμαν…» παράλληλα με το χαμήλωμα του τόνου της φωνής του και την εμφανή ενόχλησή του, δείχνει ότι το εν λόγω εγχείρημα υπήρξε μία τραυματική εμπειρία για τον ίδιο την οποία δεν θέλησε να εκφράσει και να εκμυστηρευτεί. Το γεγονός αυτό δεν μας απασχολεί ιδιαίτερα στην εν λόγω εργασία διότι δεν αποτελεί στόχο της η αντικειμενική αλήθεια για το ποιος αποκεφάλισε και υπό ποιες συνθήκες τον Κέδρο, αλλά μας ενδιαφέρει το γεγονός αυτό καθαυτό, που εμπίπτει στη γενικότερη κατάσταση της περιόδου. Όπως έχει αναφερθεί σε άλλο σημείο της εργασίας, η πρακτική του αποκεφαλισμού ως συμβολική θανάτωση των ανταρτών υπήρξε ένα χαρακτηριστικό γεγονός με πολλά παραδείγματα από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Η μετέπειτα διαπόμπευση του κεφαλιού του Κέδρου στην πλατεία της Μελίβοιας, έγκειται επίσης στην γενικότερη κατάσταση της υπό μελέτη περιόδου. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε στην πλατεία του χωριού εκείνο το διάστημα, ώστε να δει από κοντά το κεφάλι του περιβόητου Καπετάν Κέδρου. Στις σχετικές συζητήσεις στο πλαίσιο της έρευνας, μας γνωστοποιήθηκε ότι το γεγονός της διαπόμπευσης του κεφαλιού και της παρουσίασής του στο κεντρικότερο σημείο του χωριού έχει αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη των ηλικιωμένων του χωριού.

«Πληροφορήτρια Λ΄: …τον Κέθρο τον έκοψαν το κεφάλ’ και του γυρνούσαν εδώ σν’ πλατεία».

«Πληροφορήτρια Μ΄:: …θμύθκα! Ήμουν μικρή, και πήγα κατ’ στουν ΑγιοΓκόλα, (Στον Άγιο Νικόλαο, στην πλατεία της Μελίβοιας). Φώναζαν, «εδώ είναι τ’ Κέθρου του Κεφάλ’!» Το έκαναν έτσι… (σηκώνει το χέρι της ψηλά, σφίγγοντας την γροθιά της και προσποιείται ότι κρατάει ένα κεφάλι από τα μαλλιά). Ελάτε να δείτε του Κέθρου το κεφάλ’!, φώναζαν».

Οι πληροφρορήτριες, τις αφηγήσεις των οποίων παραθέσαμε παραπάνω, το χειμώνα του 1949 βρέθηκαν μπροστά στο γεγονός της διαπόμπευσης του κομμένου κεφαλιού του Κέδρου. Το πλήθος του κόσμου που συγκεντρώθηκε και οι έντονες φωνές των ΜΑΥδων που κραύγαζαν στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν με το καλύτερο δυνατό τρόπο, το επικείμενο επίτευγμά τους, τον αποκεφαλισμό ενός συντονιστή-αρχηγό της ένοπλης αντάρτικης ομάδας του Κισάβου, δηλώνει έμπρακτα, τόσο το δυναμισμό, όσο και το συμβολικό φορτίο της εν λόγω πρακτικής. Η θέα που προσφέρεται μέσω της διαπόμπευσης του κομμένου κεφαλιού, αποτελούσε μέτρο εκφοβισμού για τους θεατές και για το κακό εν γένει. Η κεφαλή του εχθρού διώχνει το κακό και τους εσωτερικούς ή εξωτερικούς εχθρούς. Λειτουργούσε σαν ασπίδα-σημάδι θριάμβου. Οπουδήποτε θέλουν να δηλώσουν νίκη, οι άνθρωποι, περιφέρουν στους δρόμους τα κεφάλια των αρχηγών των εχθρών[66].




[56] Παναγιώτη Ζιαβλάκης 1999.
[57] Σουβλής 1982, 66.
[58] Ριζάκης 1989, 76.
[59] Ριζάκης 1989, 48.
[60] Ριζάκης 1989, 89.
[61] Αρχηγείον Στρατού 1971, 89.
[62] Αρχηγείον Στρατού 1971, 114.
[63] Αρχηγείον Στρατού 1971, 129.
[64] Μεγαλόβρυσο, 7 χιλιόμετρα Δυτικά της Αγιάς.
[65] Οικισμός Σωτηρίτσα σε απόσταση 3 χιλιομέτρων από τη Μελίβοια.
[66] Wolfgang 1998, 155.

1 σχόλιο:

  1. Θυμάμαι μια ανάμνηση, χρόνια τώρα, του πατέρα μου Δημητράκη Βόγια, από την Καρύτσα, που όταν κρυβόταν στον Κίσσαβο, νομίζω καπού το 1946 *, με άλλους καταδιωκόμενους, έπεσαν επάνω σε έναν τύπο που κουβαλούσε σε ένα τσουβάλι ανθρώπινα κεφάλια, για να τα παραδώσει στης αρχές στην Λάρισα και να πάρει, εάν θυμάμαι καλά, 1 λίρα το κεφάλι. Έμειναν άφωνοι και σοκαρισμένοι, αφού τα κεφάλια αυτά θα μπορούσαν να είναι τα δικά τους. Ήταν από άτομα σαν αυτούς κυνηγημένους, που κρυβόταν στο Κίσσαβο εκείνο τον καιρό. Δεν θυμάμαι πια ήταν η τύχη αυτού του σιχαμερού ανθρώπου.
    * εκείνη την περίοδο πάνω από χίλιοι κυνηγημένοι, κάτοικοι τον χωριών του Κισσάβου, κρυβόταν από τους παρακρατικούς και τον στρατό, στον Κίσσαβο. Δεν συντάχτηκαν, στο ήδη υπάρχον αντάρτικο Αρχηγείο του Κισσάβου τουΔΣΕ, ελπίζοντας να αλλάξουν τα πράγματα και να μπορέσουν να γυρίσουν στα χωριά τους. Βέβαια αυτό δεν έχει συμβεί και οι περισσότερη έγιναν μέλη του ΔΣΕ.

    Χ. Βόγιας

    ΑπάντησηΔιαγραφή