Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Θεωρητική Προσέγγιση της Βίας και εξουσίας







Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος




Θεωρητική Προσέγγιση
της Βίας και εξουσίας

Η βία και ο φόβος αποτέλεσαν αντικείμενο ενασχόλησης διαφόρων επιστημονικών κλάδων όπως του κλάδου της ψυχανάλυσης, της κοινωνικής ανθρωπολογίας, της κοινωνικής ιστορίας, της κοινωνιολογίας και της εγκληματολογίας. Παρά ταύτα, η απόδοση ενός συγκεκριμένου ορισμού της έννοιας της βίας αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα, καθώς θα πρέπει να γίνουν γνωστά ορισμένα αντικειμενικά και αμετάβλητα χαρακτηριστικά. Κατά αυτόν τον τρόπο θα γίνει κατανοητό εάν το βίαιο συμβάν μπορεί να αποτελέσει, αποδεκτή ή μη πράξη, νόμιμη ή παράνομη, ανάλογα με το χαρακτηρισμό που θα αποδώσουν τόσο οι θεσμοθετημένοι φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου όσο και οι προσλήψεις των κοινωνικών υποκειμένων[1].
Σύμφωνα με το Σωτήρη Δημητρίου στο βιβλίο του Μορφές Βίας, η βία αφορά μία θεσμοθετημένη μονόδρομη κοινωνική σχέση, γεγονός που την καθιστά σχέση δύναμης. Η δύναμη εν τούτοις εκφέρεται με πολλές και διάφορες μορφές. Η εκφορά της μέσω της βίας αποσκοπεί στον έλεγχο του άλλου[2]. Έτσι, η βία δεν αποτελεί ένα απομονωμένο συμβάν, αλλά μία διαδικασία ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων που εκδηλώνεται σε πράξη όταν υπάρξει αφορμή και αιτία[3].

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Ο αποκεφαλισμός του Γεώργιου Καλδή (Καπετάν Κέδρος)






Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος



Δεύτερη παραδειγματική περίπτωση


Ο αποκεφαλισμός του Γεώργιου Καλδή
(Καπετάν Κέδρος)

Όσον αφορά τον Γεώργιο Καλδή με το ψευδώνυμο καπετάν Κέδρος και καταγωγή από το χωριό Μπουγάτσικο (Βόϊο) Καστοριάς, οι πληροφορίες που καταφέραμε να συγκεντρώσουμε για τη ζωή του και τα στοιχεία που αφορούν στη δράση του κατά τη δεκαετία του 1940, είναι περιορισμένα και προκύπτουν αποκλειστικά από μία σχετική βιβλιογραφική έρευνα. Από την άλλη πλευρά, οι προφορικές μαρτυρίες για τον καπετάν Κέδρο, αφορούν αποκλειστικά και μεμονωμένα στο γεγονός της σύλληψής του και στον αποκεφαλισμό του. Παρ’ όλα αυτά, μια περιγραφική αναφορά στη δράση του κατά την εποχή των πολεμικών συρράξεων (Αντίσταση-Εμφύλιος) καθίσταται απαραίτητη.
            Η πρώτη αναφορά για τον Γεώργιο Καλδή, τον κεπετάν Κέδρο, στον οποίο, από δω και στο εξής, θα αναφερόμαστε με το ψευδώνυμό του, Κέδρος –διότι ως Κέδρος ή Κέθρος είναι γνωστός στη συλλογική μνήμη των πληροφορητών– γίνεται στις 2 Μάη του 1942 στην πρώτη και ιστορική συγκρότηση ένοπλων ομάδων αντίστασης, στη Μπάκρυνα (σημερινή Γυρτώνη, Λαρίσης), όπου ο Κέδρος, με άλλα μέλη του ΚΚΕ, συνέταξαν μία ένοπλη ομάδα, η δράση της οποίας έναντι των Ιταλών αρχικά, και Γερμανών μετέπειτα, υπήρξε ιδιαίτερα έντονη[56].  
Η δεύτερη αναφορά στη δράση του καπετάν Κέδρου προκύπτει από το γεγονός της αποστολής του από το Αρχηγείο Κισάβου τον Γενάρη του 1943 στο Μαυροβούνι, ως επικεφαλής μιας ομάδας ανταρτών. Ο σκοπός της εν λόγω ομάδας του Κέδρου ήταν η δημιουργία αντάρτικου σε χώρους όπου δεν υπήρχε. Η αγανάκτηση των χωρικών ενάντια στους κατακτητές και τους λεγεωνάριους τους οδήγησε στη συσπείρωση γύρω από την εν λόγω ομάδα ανταρτών[57] η οποία βοήθησε στο γενικότερο συντονισμό της περιοχής. Ο Κέδρος, ωστόσο, επέστρεψε γρήγορα στον Κίσαβο, ενώ στο Μαυροβούνι και στο Πήλιο, παρέμεινε η ομάδα τού  Κωνσταντίνου Κατσινού[58]. Την έντονη δράση του καπετάνιου Κέδρου και της ιδιαίτερης θέσης τους, ως ενεργού μέλους του ΕΛΑΣ Κισάβου, πιστοποιούν και άλλες αναφορές του ονόματός του στη σχετική βιβλιογραφία που αφορά τη Θεσσαλία, εν γένει, στα χρόνια της Αντίστασης.

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Η πρακτική του αποκεφαλισμού και της διαπόμπευσης




Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος

Η πρακτική του αποκεφαλισμού και της διαπόμπευσης



Ο αποκεφαλισμός ως ποινή και πρακτική θανάτωσης δεν αποτελεί νεότερη μορφή βίας και εγκληματικής ενέργειας. Εντοπίζεται από τους αρχαίους ακόμα χρόνους σε διαφορετικούς, πολιτισμικά και γεωγραφικά,  λαούς.  Τόσο στους ανατολικούς λαούς της Ασίας, όσο και της Αιγύπτου, ο αποκεφαλισμός ως θανατική ποινή και πρακτική υπήρξε ιδιαίτερα έντονη[1]. Η poena capitis ή capitalis, η κεφαλική δηλαδή ποινή, εκτελείτο κατά τους αυτοκρατορικούς και αργότερα κατά τους δημοκρατικούς χρόνους έναντι των στρατιωτικών και κατηγορούμενων για προδοσία. Η δυναμική της εν λόγω θανατικής ποινής δεν περιορίζονταν απλώς στην αφαίρεση της ζωής του κατηγορούμενου, αλλά ως συμβολική πράξη, με το διαχωρισμό του σώματος από την κεφαλή, αποσκοπούσε στην αφαίρεση της ελευθερίας και των πολιτικών δικαιωμάτων[2].
Ο αποκεφαλισμός ήταν ταχύς και άνευ βασάνων, ο αληθής καλός και καθαρός θάνατος[3] σε αντίθεση με άλλες μορφές θανατικών ποινών και θανάτων που δεν περιορίζονταν απλώς στην αφαίρεση της ζωής του κατηγορούμενου, αλλά μέσω διαφόρων βασανιστηρίων ο κατηγορούμενος έπρεπε να έχει έναν αργό, βασανιστικό και επώδυνο θάνατο[4]. Τα κεφάλια των θανατωθέντων καταδίκων εξετίθεντο στις βασιλικές στοές της αγοράς και στο πεδίο του Άρεως της Ρώμης, γεγονός που προσομοιάζει σε μία μορφή εκτέλεσης παλαιότερης εποχής[5]. Η κεφαλοφορία αποτελεί αρχαιότατο θέμα της ιστορίας, εντοπίζεται  στην τέχνη, στην ιστορία των θρησκειών και των λαών. Ένα κλασικό παράδειγμα κεφαλοφορίας από την ελληνική μυθολογία αποτελεί η αποκοπή της κεφαλής της Μέδουσας από τον Περσέα και η προσκόμισή της στον Πολυδέκτη ύστερα από εντολή του. Κατά τη χριστιανική παράδοση, σύμφωνα με τα συναξάρια και τα αγιολογικά κείμενα, ο αποκεφαλισμός αποτελούσε το ένδοξο και εξαίσιο τέλος του μάρτυρα[6] με το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα να δίδεται με τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Προδρόμου από τον τετράρχη της Γαλιλαίας Ηρώδη.
 Το κεφάλι ως τρόπαιο πολέμου επιδεικνύονταν από πολλούς αρχαίους λαούς ως σύμβολο δύναμης και νίκης. Οι αρχαίοι Έλληνες, δε, συνήθιζαν να ανταμείβουν με χρυσό τον πολεμιστή εκείνο που θα έφερε την κεφαλή του εχθρού[7]. Κατά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821, επίσης, οι Τούρκοι έκοβαν μέλη του σώματος των σκοτωμένων Ελλήνων, κεφάλια, μύτες, αφτιά, για να τα προσκομίσουν, όχι μόνο ως τεκμήρια της νίκης, αλλά κυρίως για το μπαξίσι. Ύστερα από πολύνεκρες μάχες αφτιά και κεφάλια συσκευάζονταν με επιστρώσεις αλατιού και αποστέλλονταν στις έδρες των στρατιωτικών διοικήσεων στην πρωτεύουσα. Την επομένη της Εξόδου του Μεσολογγίου, για παράδειγμα, φορτώθηκαν για την Κωνσταντινούπολη σφραγισμένα βαρέλια με 7.000 αφτιά και πολλά κεφάλια αρχηγών, αλατισμένα. Για κάθε ζευγάρι αφτιά που έκοβαν οι Τουρκοαιγύπτιοι στρατιώτες, έπαιρναν 50 γρόσια μπαξίσι[8].
Στου αιώνες της τουρκοκρατίας οι εκτελέσεις των καταδίκων γίνονταν με αποκεφαλισμό, πρακτική που αποτελούσε την πιο αξιοπρεπή θανάτωση με την προϋπόθεση ότι ο δήμιος θα τοποθετούσε την κεφαλή στα χέρια του νεκρού, σε αντίθεση με την τοποθέτησή της ανάμεσα στα σκέλη και τα οπίσθια του πτώματος – γεγονός που αποτελούσε καταισχύνη και βαριά καταφρόνηση. Για τους Φαναριώτες, επί παραδείγματι, η καρατόμηση, η «αξιοπρεπής» δηλαδή θανάτωση με αποκεφαλισμό, σήμαινε την πανηγυρική ολοκλήρωση μίας λαμπρής καριέρας. Η καρατόμηση ακολουθούσε μία ορισμένη διαδικασία με το γονάτισμα του μελλοθάνατου μπροστά στον δήμιο ο οποίος τον αποκεφάλιζε με ένα καλά ακονισμένο σπαθί[9]. Δεν είχαν όμως όλα τα θύματα το λυτρωτικό αυτό τέλος. Αντιθέτως, γίνονταν και προμελετημένες βασανιστικές καρατομήσεις:

«…Ο πασάς πρόσταξε τον Έλληνα πατριώτη να γονατίσει και να σκύψει το κεφάλι. […] Ο Ιμπραήμ κάλεσε το αιγυπτιόπουλο που βρισκόταν πλάι του και του είπε:
- Τράβα το σπαθί σου και πάρε το κεφάλι αυτού του γκιαούρη! Κόφτο και φέρτο μου! Το παιδάκι βγάζει τα μάτια του αιχμαλώτου, του κόβει τα αφτιά, τον χτυπάει πολλές φορές στον αυχένα, αλλά δεν μπορεί να κόψει το κεφάλι. Δεν είχε δύναμη…!»[10]

Αμέτρητοι αποκεφαλισμοί Ελλήνων έγιναν στην Κωνσταντινούπολη αμέσως μετά τη γνωστοποίηση της είδησης για την ελληνική Επανάσταση. Ο Άγγλος κληρικός Walsh έβλεπε ακέφαλα πτώματα την ημέρα να κατασπαράζονται από τα όρνια και τη νύχτα από κοπάδια πειναλέων αγριόσκυλων. Τις ίδιες μέρες ο Γάλλος Fontanier είδε σε κάποιο βρώμικο σοκάκι γεμάτο σκύλους «ανθρώπινα κορμιά καρατομημένα πλάι σε ένα χασάπικο όπου κρέμονταν μοσχάρια και αρνιά».
Σύμφωνα με παλαιά οθωμανική πολεμική συνήθεια, σε περίπτωση σημαντικής νίκης οι διοικητές πρόσφεραν χρηματική αμοιβή για κάθε κεφάλι που προσκόμιζαν οι στρατιώτες. Τα κεφάλια αποτελούσαν τρόπαια και επιδεικνύονταν στο κοινό[11]. Τις τουρκικές αυτές πολεμικές συνήθειες ακολουθούσαν και οι Έλληνες στρατιώτες που παρουσίαζαν τα τουρκικά κεφάλια ως πολύτιμα λάφυρα. Φορτώματα τουρκικών κεφαλιών μεταφέρονταν στη Διοίκηση ως απόδειξη πολεμικού θριάμβου. Οι Έλληνες είχαν ενστερνισθεί όλες τις βαρβαρότητες των Οθωμανών. Παρόλα αυτά, η διαπόμπευση των κομμένων κεφαλιών δεν υπήρξε τούρκικο εφεύρημα. επί χιλιετίες τα κεφάλια των εχθρών επιδεικνύονταν ως έπαθλα θριάμβου[12].
Στη συνέχεια της γραφής του Κυριάκου Σιμόπουλου στο βιβλίο του Βασανιστήρια και Εξουσία, απ’ όπου αντλήσαμε τη σειρά των παραδειγμάτων που παραθέσαμε παραπάνω, αναφέρει πως «δεν υπάρχουν εκβαρβαρωμένες εποχές αλλά άνθρωποι που εκβαρβαρώνονται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες». Η άποψη αυτή σχετίζεται, εν πολλοίς, με τη θεωρία της «συμβίωσης» και της «διαφορικής συναναστροφής» που παραθέσαμε στο σχετικό κεφάλαιο. Βιώνοντας ο άνθρωπος στο πλαίσιο του πολέμου εικόνες και σκηνές βίας λαμβάνοντας συμμετοχή, με τον τάδε ή τον δείνα τρόπο, σε εγκληματικές ενέργειες και δολοφονίες – επικαλυμμένες στο πλαίσιο του απελευθερωτικού αγώνα, οι ωμότητες και οι μαζικές θανατώσεις, όπως επίσης, η καρατομήσεις του εχθρού και η περιφορά και διαπόμπευση των κεφαλιών, υπήρξαν πρακτικές κοινές και θέαμα γνώριμο . Ο πολυχρόνιος και πολυαίμακτος πόλεμος είχε εξοικειώσει τους Έλληνες με τον θάνατο και τους ενόπλους με τη βαρβαρότητα και τα κομμένα κεφάλια[13]. Όπως στα χρόνια του απελευθερωτικού πολέμου του 1821 οι αγωνιστές πανηγύριζαν περιφέροντας εχθρικά κεφάλια, έτσι και στη δεκαετία του 1940, με τη λήξη του απελευθερωτικού αγώνα (1941-1944) και την έναρξη του εμφυλίου (1946-1949), κεφάλια περιφέρονταν από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη[14], ως έπαθλα θριάμβου και νίκης.


*  *
*

Όπως έγινε γνωστό από την προηγηθείσα αναφορά, η καρατόμηση ή αποκεφαλισμός, η θανατική δηλαδή καταδίκη με διαχωρισμό του κεφαλιού από το σώμα, συσχετίζεται άμεσα με την επίδειξη της κομμένης κεφαλής ως σύμβολο του λάφυρου, του θριάμβου και της νίκης. Η επίδειξη γίνονταν είτε στις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές, όσον αφορά τους αποκεφαλισμούς σε καιρό πολέμου, είτε στο κοινό στην περίπτωση poena capitis (κεφαλικής ποινής) γεγονός που σχετίζει την επίδειξη των υποτετμημένων κεφαλιών με την τελετή της διαπόμπευσης.
Η διαπόμπευση, η ατιμωτική δηλαδή περιαγωγή καταδίκου στους δρόμους και η παράδοσή του στους ονειδισμούς και στη χλεύη του όχλου υπήρξε κατεξοχήν βυζαντινό βασανιστήριο[15]. Η διαπόμπευση ως κοινωνικοποιημένη ποινή αποσκοπούσε στη δημοσιότητα του κολασμού με απώτερο σκοπό τον εκφοβισμό, τον παραδειγματισμό και την εκδικητική εκτόνωση των μαζών. Μέσω της διαπόμπευσης του κατηγορουμένου –με την εν λόγω ποινή να επιβάλλεται σε άτομα όλων των κοινωνικών τάξεων– ο λαός γινόταν συμμέτοχος και συνένοχος[16].  Η διαπόμπευση αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο του κοινωνικού βίου των Βυζαντινών και επιβίωσε ως στην τουρκοκρατία ακόμη και στην ελεύθερη Ελλάδα ως τις αρχές του 20 αιώνα[17]. Το παρακάτω απόσπασμα από το έργο Βασανιστήρια και Εξουσία του Κυριάκου Σιμόπουλου δίνει μία χαρακτηριστική εικόνα της διαπόμπευσης και της συμμετοχής του κοινού σε αυτή:

«πριν από τη διαπόμπευση (…) μαστίγωναν σκληρά τον κατάδικο, τον κούρευαν, τον ξούριζαν (μαλλιά, γένεια, μουστάκι, φρύδια), μουτζούρωναν το πρόσωπο του με καπνιά ή το άλειφαν με πίσσα, τον στεφάνωναν με μια πλεξάνα σκόρδα, τον τύλιγαν με βρωμερά άντερα από το χασαπιό, κρεμούσαν στο λαιμό του σαπιοκοιλιές και στους ώμους του κουδούνια. Κατά την περιαγωγή του στους δρόμους και στην αγορά ή στον Ιππόδρομο κάθιζαν το θύμα γυμνό ή ημίγυμνο σε γάϊδαρο, παλιομούλαρο, ψωριασμένη καμήλα, ανάστροφα και το υποχρέωναν να κρατάει την ουρά του υποζυγίου. Στην πομπή που σχηματιζόταν προπορεύονταν σαλπιγκτές και διαλαλητές. Και το πλήθος των συγκεντρωμένων περίεργων του πετούσαν στο πρόσωπο λάσπες και ανθρώπινες ακαθαρσίες, άδειαζαν πάνω του δοχεία με ούρα, τον χτυπούσαν στο στόμα με βορβορώδη εντόσθια σφαγίων. Μουτζούρωναν παλάμες και δάχτυλα με την καπνιά και τη γάνα των τσουκαλιών και των τζακιών, ζύγωναν τον «γαϊδουροκαθισμένο» και τον πασάλειβαν. Τον έφτυναν, τον πετροβολούσαν, τον χτυπούσαν με ραβδιά και μαστίγια, τον έβριζαν, τον λοιδορούσαν. Βασανισμοί πολλαπλοί και πολυώδυνοι. Σωματικό μαρτύριο και ψυχική εξουθένωση»[18].

Η παραπάνω αναφορά παρουσιάζει ένα διττό χαρακτήρα. Από τη μία πλευρά παρέχει μία χαρακτηριστική εικόνα της σκληρής πραγματικότητας της διαπόμπευσης που βίωνε το θύμα και την έντονη συμμετοχή του κοινού που έγκειται στον κοινωνικοποιημένο ρόλο της ποινής, καθώς το κοινό γινόταν ταυτόχρονα συμμέτοχο και συνένοχο. Από την άλλη πλευρά, έχει συγκεντρωμένα πολλά στοιχεία που εμπίπτουν στη λαογραφική μελέτη, καθώς οι σκηνές της διαπόμπευσης, όπως φαίνεται στο παράδειγμα, αποτελούν πηγή ορισμένων νεοελληνικών λέξεων, φράσεων και παροιμιών. «Θ’ ακούσεις τις μπομπές σου», «είναι για το γάιδαρο καβάλα», «τον γαϊδουροκάθισαν», «τούχεσε το γάιδαρο», «θα σε συγυρίσω», από το βυζαντινό «συγύρισμα», περιφορά στους δρόμους, «έγινε βούκινο», από τους προπομπούς σαλπιγκτές. Επίσης το «μουντζώνω» έχει τη ρίζα του στη βυζαντινή «μούζα», που σημαίνει καπνιά και στάχτη»[19]. Σε όλες τις κοινωνίες τα θεάματα φρίκης, οι δημόσιες θανατώσεις και εκπομπεύσεις προκαλούσαν ερεθισμό της περιέργειας και μεγάλη συρροή για «ψυχαγωγία». Σε παρόμοιες επιδείξεις κατέφευγε η εξουσία για την κατατρομοκράτηση του λαού και για παραδειγματισμό[20]. Ο αποκεφαλισμός ως πρακτική θανάτωσης και η κεφαλοφορία με τη δυναμική της διαπόμπευσης υπήρξαν γνώριμες πρακτικές του ανθρώπου. Η παρουσία τους εντοπίζεται, αρχικά, στην αρχαιότητα, λαμβάνει γενικότερα χαρακτηριστικά στο Βυζάντιο, υιοθετείται, εν συνεχεία, στην τουρκοκρατία και μεταπηδά, τέλος, στην απελευθέρωση του 1821 όπου διατηρείται μέχρι την περίοδο της Κατοχής και του εμφυλίου.




Οι δύο (2) φωτογραφίες αντλήθηκαν από την πηγή: 
http://kokkinosfakelos.blogspot.gr/2010/12/blog-post_23.html




[1] Χαραλαμπίδης 1989, 37.
[2] Χαραλαμπίδης 1989, σελ. 38.
[3] Χαραλαμπίδης 1989, σελ. 39.
[4] Σιμόπουλος 1987, 9-20.
[5] Χαραλαμπίδης 1989, 40.
[6] Σιμόπουλος 1987, 423.
[7] Χαραλαμπίδης 1989, 82-83.
[8] Σιμόπουλος 1987, 399-400.
[9] Σιμόπουλος 1987, 422-427.
[10] Σιμόπουλος 1987, 428.
[11] Σιμόπουλος 1987, 429.
[12] Σιμόπουλος 1987, 432.
[13] Σιμόπουλος 1987, 437.
[14] Σιμόπουλος 1987, 438.
[15] Σιμόπουλος 1987, 255.
[16] Σιμόπουλος 1987, 255.
[17] Σιμόπουλος 1987, 256.
[18] Σιμόπουλος 1987, 256-257.
[19] Σιμόπουλος 1987, 270.

[20] Σιμόπουλος 1987, 272.

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Το φαινόμενο της Προπολεμικής Υπερπόντιας Μετανάστευσης στο χωριό Μελίβοια Λάρισας





Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος


Το φαινόμενο της Προπολεμικής Υπερπόντιας Μετανάστευσης
στο χωριό Μελίβοια Λάρισας

Όπως στις περισσότερες περιοχές και τόπους της Ελλάδας, έτσι και στο χωριό Μελίβοια, το φαινόμενο της μετανάστευσης υπήρξε έντονο με αρνητικές και θετικές, ωστόσο, επιπτώσεις. Από τις αρχές του 20ου αιώνα ένα πλήθος νέων αντρών παρακινημένοι από τη γενικότερη μεταναστευτική τάση της εποχής, πήραν την καθοριστική απόφαση, με τους κινδύνους που αυτή εμπεριέχει, ώστε να ταξιδέψουν στην πολυπόθητη και πολυδιαφημιζόμενη γη της επαγγελίας, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Οι λόγοι που ωθούν τα άτομα να μεταναστεύσουν  σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία εμπίπτουν στην επιθυμία των ατόμων να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση[1].

Μετανάστευση και Λογοτεχνική διαδικασία






Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος



Μετανάστευση και Λογοτεχνική διαδικασία

Η λογοτεχνική διαδικασία και παραγωγή ως πληροφοριακό σύστημα, συνετέλεσε στην κοινοποίηση των εικόνων και των αναπαραστάσεων της ξενιτιάς και στη διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων των υποκειμένων. Η ένταση της λογοτεχνικής διαδικασίας από τις αρχές του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ υπήρξε πραγματικά εντυπωσιακή[1]. Όσο αφορά στα ελληνικά δεδομένα, οι ελληνικές εκδοτικές εταιρίες των ΗΠΑ, Ατλαντίδα και Εθνικός Κήρυκας, με την έκδοση και διανομή συγκεκριμένων τιμοκαταλόγων που περιελέμβαναν μυθιστορήματα, ποίηση, θεατρικά έργα, χρονολόγια και ιστορίες, αποσκοπούσαν στη γνωστοποίηση ζητημάτων σχετικών με τη ζωή και τις δραστηριότητες των μεταναστών και των συλλόγων τους.

Θεωρητική Προσέγγιση του Μεταναστευτικού Φαινομένου






Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος




Θεωρητική Προσέγγιση
του Μεταναστευτικού Φαινομένου


Το φαινόμενο της προπολεμικής υπερπόντιας
εξωτερικής μετανάστευσης

Ως μετανάστευση ορίζεται κάθε μετακίνηση πληθυσμού από μία περιοχή σε μία άλλη ή από μία χώρα σε μία άλλη, με κυριότερη την επιθυμία των μεταναστών να βελτιώσουν την οικονομικής τους κατάσταση[1]. Οι οικονομικές διαφορές μεταξύ τόπου προέλευσης και τόπου προορισμού, συνιστούν τις βασικές αιτίες μετανάστευσης του πληθυσμού από χώρες χαμηλού σε χώρες υψηλού εισοδήματος[2]. Συνεπώς, η κυρίαρχη άποψη για το μεταναστευτικό φαινόμενο συνίσταται στον ατομικό πόθο των ανθρώπων να αναζητήσουν μία καλύτερη «μοίρα στον ήλιο»[3].
Η μετανάστευση ως φαινόμενο και διαδικασία συνέβαλε κατά ένα μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση μίας οικονομικής και πολιτισμικής πραγματικότητας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα[4].

Θεωρητική προσέγγιση του φύλου βιολογικό φύλο vs κοινωνικό φύλο



Παράθεμα από την Εξαμηνιαία μεταπτυχιακή εργασία με τίτλο: 
Η γυναίκα στην εποχική μισθωτή αγρεργασία 
Η Παραδειγματική περίπτωση του χωριού Μελίβοια (1950-1980).
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2012






Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος


Θεωρητική προσέγγιση του φύλου
βιολογικό φύλο vs κοινωνικό φύλο



Για περισσότερα από πενήντα χρόνια οι επιστήμες του ανθρώπου μελετούν το «φύλο». Ιδιαίτερα, η επιστήμη της ανθρωπολογίας τις τελευταίες δεκαετίες έχει παραγάγει ένα μεγάλο αριθμό μονογραφιών που πραγματεύονται ζητήματα ταυτότητας και φύλου[1]. Στις εν λόγω μελέτες τον κυρίαρχο λόγο κατέχουν οι γυναίκες στο βαθμό που αυτές παρουσιάζονται ως «υποκείμενα» μελέτης. Η παραπάνω οπτική είχε ως αποτέλεσμα την άμεση «ανακάλυψη» των γυναικών και διαφόρων στοιχείων που αφορούν στις ίδιες, όπως, για παράδειγμα ενδιαφέροντα, ανάγκες και γενικότερα στοιχεία για τη ζωή τους[2], στοιχεία που μέχρι πρότινος αγνοούνταν ή συσκοτίζονταν υπό το πρίσμα της υπάρχουσας προκατάληψης για το αφήγημα της ανδρικής κυριότητας στα κείμενα. Κοινό τόπο αποτελούσε η γενική παραδοχή της υποδεέστερης θέσης των γυναικών στην κοινωνική ζωή[3] και η πολυποίκιλη υποτέλειά τους. Τις δύο αυτές παρεξηγημένες ιδιότητες των γυναικών θέλησε να διασαφηνίσει και να αναλύσει η επιστήμη της ανθρωπολογίας, στρέφοντας το ενδιαφέρον της γύρω από τη γυναίκα. Η «ανθρωπολογία των γυναικών» με τη συμβολή της στη διεύρυνση του πεδίου της ανθρωπολογικής έρευνας και θεωρίας, βοήθησε στην εξήγηση και στη διόρθωση της προκατάληψης ότι οι άνδρες και μόνο αποτελούν φορείς κοινωνικής δράσης, ενώ οι γυναίκες περιορίζονται στην αναπαραγωγική λειτουργία[4]. Η θεώρηση αυτή καθιστούσε για μία ακόμη φορά τη γυναίκα σε κατώτερη θέση. Στοιχεία όπως τα παραπάνω θέλησε να υπερασπιστεί η ανθρωπολογία των γυναικών για όφελος των γυναικών. Οι ενέργειες που ακολουθήθηκαν από την ανθρωπολογία των γυναικών αφορούσαν στη μελέτη και διερεύνηση θεματικών όπως η κοινωνική «θέση» της γυναίκας και οι δραστηριότητές της[5].
            Κατεξοχήν ενασχόληση με το ζήτημα των γυναικών, τόσο στο επιστημονικό όσο και σε ευρύτερο επίπεδο, παρουσίασαν οι επιστήμονες που εντάχθηκαν στο κίνημα του φεμινισμού.

Η Μελιβοιώτισσα στην εποχική μισθωτή αγρεργασία Αναπαραστάσεις και «κατασκευή» της αγρεργατικής ταυτότητας


Παράθεμα από τη Εξαμηνιαία μεταπτυχιακή εργασία με τίτλο: 
Η γυναίκα στην εποχική μισθωτή αγρεργασία 
Η Παραδειγματική περίπτωση του χωριού Μελίβοια (1950-1980).
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2012




Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος




Η Μελιβοιώτισσα στην εποχική μισθωτή αγρεργασία
Αναπαραστάσεις και  «κατασκευή» 
της αγρεργατικής ταυτότητας 



Η περίοδος του 1950 διακρίνεται για το ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων του αγροτικού τομέα. Αυτό οφείλεται στην καταστροφική δίνη της δεκαετίας 1940-1949. Η οικονομική αθλιότητα που προκλήθηκε ήταν μεγάλη, η εργατική δύναμη πλεονάζουσα και ο μισθός πολύ χαμηλός. Στην πορεία των χρόνων, και ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και ύστερα, το οικονομικό ενδιαφέρουν του αγροτικού τομέα αναβαθμίζεται. Οι εντεινόμενες τρέχουσες εξελίξεις επηρεάζουν σταδιακά τις σχέσεις παραγωγής. Η μαζική είσοδος σύγχρονων μέσων παραγωγής και μηχανημάτων διευκολύνουν ποικιλοτρόπως τον αγροτικό τομέα[1]. Ως εκ τούτου, σημειώνεται μία σημαντική ανάπτυξη στον αγροτικό τομέα που ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο ύστερα από την εφαρμογή των νόμων που ορίζουν την καπιταλιστική αγορά, γεγονός που οδήγησε στην άμεση συγκέντρωση γης[2].

Η γυναικεία απασχόληση και η κατασκευή της γυναίκας «αγρεργάτριας» στον αγροτικό χώρο της Μελίβοιας



Παράθεμα από τη Μεταπτυχιακή εργασία με τίτλο: 
Η γυναίκα στην εποχική μισθωτή αγρεργασία 
Η Παραδειγματική περίπτωση του χωριού Μελίβοια (1950-1980).
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2012




Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος


Η  γυναικεία απασχόληση
και η κατασκευή της γυναίκας «αγρεργάτριας»
στον αγροτικό χώρο της Μελίβοιας



Η απασχόληση των γυναικών έγινε αντικείμενο θεωρητικής ενασχόλησης και εμπειρικής μελέτης από μία σειρά επιστημών όπως η ιστορία, η κοινωνιολογία,  η ψυχολογία, η ανθρωπολογία και βέβαια η οικονομική επιστήμη[1]. Κατά κύριο λόγο η γυναικεία εργασία μελετήθηκε στο πλαίσιο της βιομηχανικής-αστεακής κοινωνίας[2]. Στο πλαίσιο, όμως, της παρούσας εργασίας, όπως ήδη έχει διατυπωθεί, το θέμα ενασχόλησής μας προκύπτει από τη γυναικεία εργασία στην προ-βιομηχανική εποχή, όπου οι συνθήκες απασχόλησης υπήρξαν άμεσα συνυφασμένες με την «παραδοσιακή» αγροτική κοινωνία. Στην παραδοσιακή κοινωνία της Μελίβοιας, καθώς αυτή αποτελεί την παραδειγματική περίπτωση μελέτης, ισχύουν τόσο οι παραδοσιακές δομές της κοινωνίας όσο και της οικογένειας. Επομένως, η παραδοσιακή γυναικεία απασχόληση σε μία τέτοιου είδους κοινωνία δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική από αυτή που περιορίζει την γυναίκα στον κλειστό οικιακό-ιδιωτικό χώρο και τον άντρα στο δημόσιο.

Από το Λειτουργισμό στο Δομολειτουργισμό


Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος


Από το Λειτουργισμό στο Δομολειτουργισμό


Ο δομολειτουργισμός συνιστά μετεξέλιξη της θεωρίας του λειτουργισμού[1]. Ενώ ο λειτουργισμός, από τη μία πλευρά, καθιερώθηκε ως κοινωνική θεωρία από τον Malinowski, ο οποίος θεωρείτε θεμελιωτής του κλάδου της κοινωνικής ανθρωπολογίας στη Βρετανία[2], ο δομολειτουργισμός, από την άλλη, θεμελιώθηκε από τον Radcliffe-Brown ο οποίος ίδρυσε την ομώνυμη σχολή του δομολειτουργισμού[3].
   Η θεωρία του λειτουργισμού εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα ως κριτική στις προϋπάρχουσες κοινωνικές θεωρίες, τον εξελικτισμό και τη θεωρία της διάχυσης[4]. Πολέμησε στις δύο τελευτές, τη διαχρονική προσέγγισή τους στη μελέτη των πολιτισμικών φαινόμενων μίας κοινωνίας και την ιστορική ή ακόμη καλύτερα ψευδοϊστορική προσέγγιση που εφάρμοζαν στη μελέτη της ιστορίας των κοινωνιών. 

Η θεωρία του Λειτουργισμού και η Κοινωνική Ανθρωπολογία



Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος

Η θεωρία του Λειτουργισμού 
και η Κοινωνική Ανθρωπολογία

Ο Διαφωτισμός του 19ου αιώνα αποτέλεσε το κατάλληλο κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν οι ανθρωπιστικές επιστήμες συμπεριλαμβανομένης και της επιστήμης της κοινωνικής ανθρωπολογίας. Την ίδια εποχή, υπό το γενικότερο πλαίσιο της αποικιοκρατικής πολιτικής της Δύσης, η εν λόγω επιστήμη, καθοδηγούμενη από  τη θεωρητική σκοπιά του εξελικτισμού ή από τη θεωρία της πολιτισμικής διάχυσης, προσπάθησε να μελετήσει τις πρωτόγονες κοινωνίες, οι οποίες υπάγονταν κάτω από την πολιτική, οικονομική και πνευματική κυριαρχία της Δύσης[1]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η επιστήμη της ανθρωπολογίας αναδύεται μέσα από ένα αποικιοκρατικό κλίμα διατηρώντας στενούς δεσμούς με τη γενικότερη ιδεολογία της εποχής, το Διαφωτισμό.

Ο Εξελικτισμός και η Ελληνική Λαογραφία



Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος


Ο Εξελικτισμός και η Ελληνική Λαογραφία


Παρ’ όλο που ο τίτλος του άρθρου εμπεριέχει μόνο τη λέξη λαογραφία, δεν μπορούμε να παραλείψουμε την αναφορά στις απαρχές τις επιστήμης της ανθρωπολογίας, διότι ο ρόλος της τελευταίας υπήρξε καθοριστικός, τόσο στο μεθοδολογικό όσο και στο θεωρητικό επίπεδο, για τη γένεση και την ύπαρξη της επιστήμης της λαογραφίας στον ελληνικό χώρο. Οι δύο επιστήμες ως προϊόντα της νεωτερικότητας[1] στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών, με το γενικότερο χαρακτηρισμό των τελευταίων ως συγγενών[2], ταυτίζονται στο επίπεδο της μελέτης του παραδοσιακού πολιτισμού[3].

Ενεργοποίηση της λήθης προς επίτευξη της ευτυχίας



Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος

Ενεργοποίηση της λήθης προς επίτευξη της ευτυχίας
Η εσωτερική δομή του ψυχισμού, συνταγμένου σε δυαδική μορφή, αποτελείται από το σύνολο των συναισθημάτων, την πληθώρα των διαφορετικών σκέψεων και των φαντασιακών περιγραφών του νου. Στο σημείο που τα συναισθήματα επικαθορίζονται και εναλλάσσονται ως συνέπεια των υποκειμενικών φαντασιακών σεναρίων του νου, ο εσωτερικός ψυχισμός του ατόμου καταλήγει στη διττή φάση έντασης ή ηρεμίας. Τόσο η μνήμη όσο και οι επικείμενες φαντασιακές σκέψεις και εικόνες συντελούν, συνολικά, στη διατήρηση του εκάστοτε συναισθήματος, γεγονός που διαμορφώνει τη στιγμιαία συναισθηματική κατάσταση του ατόμου. 

Η «ΕΠΙΝΟΗΣΗ» ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ Ή ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ;



Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος


Η «ΕΠΙΝΟΗΣΗ» ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
 ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ Ή ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ;

Στην ερώτηση ποια η διαφορά της επιστήμης της ανθρωπολογίας με αυτή της λαογραφίας θα απαντούσα το εξής:

Ενώ η επιστημονική κατάρτιση του λαογράφου χτίζεται με τα μεθοδολογικά και θεωρητικά εργαλεία κατά κύριο λόγο της επιστήμης της ανθρωπολογίας, πιστεύω πως εκείνο το στοιχείο που τον ξεχωρίζει εντοπίζεται στο Ρομαντικό επίπεδο. Με τον όρο, βέβαια, Ρομαντικό, δεν είναι ανάγκη να επικαλούμαστε το Ρομαντισμό που επηρέασε  τη λαογραφία της Γερμανίας στα πλαίσια του Volkskgeist και του ρατσισμού. εξάλλου ο ρατσισμός ξεπεράστηκε από τα μέσα του 20ου αιώνα (Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος). Αυτό που πιστεύω για τη διαφορά του Έλληνα επιστήμονα λαογράφου με τον ανθρωπολόγο, είναι πως ενώ το θεωρητικό υπόβαθρο του πρώτου στηρίζεται μεν στην ανθρωπολογία και στη μελέτη του «άλλου», όπως αυτή το ορίζει, δεν παύει να εντοπίζεται μέσα του και το αίσθημα της αφοσίωσης στο έθνος στο οποίο ανήκει και ειδικότερα στον τόπου καταγωγής του. Απ’ όσο γνωρίζω δεν υπάρχει επιστήμονας λαογράφος να έχει ασχοληθεί με τη λαογραφία ενός διαφορετικού από τον δικό του τόπο ή έθνος. Υπάρχουν βέβαια αναφορές σε λαογραφικά στοιχεία ενός άλλου κράτους όπως για παράδειγμα μελέτες για δημοτικά τραγούδια, παροιμίες, αλλά αυτά μελετούνται και χρησιμοποιούνται στο βαθμό που βοηθούν σε μία συγκριτική μελέτη για θέματα που διερευνά η ελληνική λαογραφία από τη σκοπιά της.

Η έννοια «Μνήμη» και η «Συλλογική» μνήμη


Παράθεμα από την εξαμηνιαία εργασία με τίτλο: Συλλογική Μνήμη και Προφορική Ιστορία, Η παραδειγματική περίπτωση του Γρηγορίου Παπαλεξανδρή.
Μάθημα: "Συλλογική μνήμη και Ταυτότητες".
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2011.



Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος



Η έννοια «Μνήμη» και η «Συλλογική» μνήμη


Στο προηγούμενο κεφάλαιο σκιαγραφήσαμε το γενικότερο πλαίσιο διαμόρφωσης της προφορικής ιστορίας που αποτέλεσε τη μεθοδολογία τόσο της «νέας ιστορίας», όσο και της ανθρωπολογίας και λαογραφίας. Άμεση συνάφεια με τη μέθοδο της προφορικής ιστορίας έχει και η έννοια «μνήμη». Η έννοια μνήμη κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχει πολλαπλασιαστεί στα πλαίσια των κοινωνικών επιστημών γεγονός που έχει χαρακτηριστεί ως «έκρηξη μνήμης»[52]. Έχει σημειωθεί μία πληθώρα θεματικών σχετικά με τη μελέτη της, μνήμη και ταυτότητα, ιστορική μνήμη, έμφυλη, ενσωματωμένη, κοινωνική και συλλογική μνήμη. Το γεγονός αυτό καθιστά τη μνήμη παρούσα σε ένα μεγάλο φάσμα μελετών συνυφασμένων με την κοινωνία. Η μνήμη ανεξάρτητα της μορφής των θεματικών πλαισίων διαμέσου των οποίων ερμηνεύεται, μπορεί να μελετηθεί τόσο στo πλαίσιo πηγών όπως αρχεία, εγχειρίδια, τηλεοπτικές εκπομπές, διαδίκτυο κτλ, όσο και μέσω της μελέτης των προφορικών πηγών που προκύπτουν από την προφορική ιστορία. Η προφορική ιστορία αποτελεί ένα προνομιακό μέσο κατανόηση και ερμηνείας της μνήμης[53].