Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Θεωρητική προσέγγιση του φύλου βιολογικό φύλο vs κοινωνικό φύλο



Παράθεμα από την Εξαμηνιαία μεταπτυχιακή εργασία με τίτλο: 
Η γυναίκα στην εποχική μισθωτή αγρεργασία 
Η Παραδειγματική περίπτωση του χωριού Μελίβοια (1950-1980).
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2012






Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος


Θεωρητική προσέγγιση του φύλου
βιολογικό φύλο vs κοινωνικό φύλο



Για περισσότερα από πενήντα χρόνια οι επιστήμες του ανθρώπου μελετούν το «φύλο». Ιδιαίτερα, η επιστήμη της ανθρωπολογίας τις τελευταίες δεκαετίες έχει παραγάγει ένα μεγάλο αριθμό μονογραφιών που πραγματεύονται ζητήματα ταυτότητας και φύλου[1]. Στις εν λόγω μελέτες τον κυρίαρχο λόγο κατέχουν οι γυναίκες στο βαθμό που αυτές παρουσιάζονται ως «υποκείμενα» μελέτης. Η παραπάνω οπτική είχε ως αποτέλεσμα την άμεση «ανακάλυψη» των γυναικών και διαφόρων στοιχείων που αφορούν στις ίδιες, όπως, για παράδειγμα ενδιαφέροντα, ανάγκες και γενικότερα στοιχεία για τη ζωή τους[2], στοιχεία που μέχρι πρότινος αγνοούνταν ή συσκοτίζονταν υπό το πρίσμα της υπάρχουσας προκατάληψης για το αφήγημα της ανδρικής κυριότητας στα κείμενα. Κοινό τόπο αποτελούσε η γενική παραδοχή της υποδεέστερης θέσης των γυναικών στην κοινωνική ζωή[3] και η πολυποίκιλη υποτέλειά τους. Τις δύο αυτές παρεξηγημένες ιδιότητες των γυναικών θέλησε να διασαφηνίσει και να αναλύσει η επιστήμη της ανθρωπολογίας, στρέφοντας το ενδιαφέρον της γύρω από τη γυναίκα. Η «ανθρωπολογία των γυναικών» με τη συμβολή της στη διεύρυνση του πεδίου της ανθρωπολογικής έρευνας και θεωρίας, βοήθησε στην εξήγηση και στη διόρθωση της προκατάληψης ότι οι άνδρες και μόνο αποτελούν φορείς κοινωνικής δράσης, ενώ οι γυναίκες περιορίζονται στην αναπαραγωγική λειτουργία[4]. Η θεώρηση αυτή καθιστούσε για μία ακόμη φορά τη γυναίκα σε κατώτερη θέση. Στοιχεία όπως τα παραπάνω θέλησε να υπερασπιστεί η ανθρωπολογία των γυναικών για όφελος των γυναικών. Οι ενέργειες που ακολουθήθηκαν από την ανθρωπολογία των γυναικών αφορούσαν στη μελέτη και διερεύνηση θεματικών όπως η κοινωνική «θέση» της γυναίκας και οι δραστηριότητές της[5].
            Κατεξοχήν ενασχόληση με το ζήτημα των γυναικών, τόσο στο επιστημονικό όσο και σε ευρύτερο επίπεδο, παρουσίασαν οι επιστήμονες που εντάχθηκαν στο κίνημα του φεμινισμού.
Πριν την εισβολή του φεμινισμού στον ακαδημαϊκό χώρο της ανθρωπολογίας, ο ανθρωπολογικός χώρος διεπόταν από ανδροκεντρισμό: οι γυναίκες αγνοούνται στο εθνογραφικό κείμενο από τον άνδρα εθνογράφο. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται η αντεπίθεση των φεμινιστριών ανθρωπολόγων οι οποίες επιμένουν αφ’ ενός στη μελέτη των πράξεων των γυναικών, δηλαδή, στο τι κάνουν οι γυναίκες, και αφ’ ετέρου στο να παραχωρηθεί στις γυναίκες χώρος στα εθνογραφικά κείμενα ώστε να δοθεί έμφαση στους γυναικείους ρόλους[6]Η απουσία των γυναικών από τις εθνογραφικές περιγραφές ερμηνεύτηκε ως το αποτέλεσμα της ανδροκεντρικής και εθνοκεντρικής στάσης των ανθρωπολόγων, που ήθελε τους άνδρες περισσότερο έγκυρους και αντιπροσωπευτικούς πληροφορητές σε σύγκριση με τις γυναίκες. Με λίγα λόγια, τόσο η στάση των ανδρών ανθρωπολόγων όσο και των ανδρών πληροφορητών αναπαρήγαγε την εκτίμηση ότι η κοινωνία και ο πολιτισμός είναι ανδρικές υποθέσεις. Οι στάσεις αυτές διατηρούσαν τον κοινωνικό αποκλεισμό της γυναίκας, γεγονός που αντιπαρέρχεται στην πεποίθηση ότι ο αποκλεισμός αυτός οφείλεται σε βιολογικές αναγκαιότητες[7]. Στην παραπάνω αντίστιξη - κοινωνικό/βιολογικό - οφείλεται ο μεγάλος διάλογος που αναπτύχθηκε στα πλαίσια της επιστημονικής συζήτησης σχετικά με το φύλο και το γυναικείο ζήτημα.
Με τον όρο βιολογικό φύλο (sex) αναφερόμαστε στην κοινωνική θεωρία περί βιολογικού φύλου και στη γενικότερη αντίληψη που εξακολουθεί να επικρατεί στις δυτικές κοινωνίες, οι οποίες νοούν το φύλο ως δεδομένο της φύσης με κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και ηθικές προεκτάσεις, ώστε το ίδιο το φύλο να καθορίζει την ανθρώπινη ζωή. Το φύλο, ως στοιχείο της φύσης, προκαθορίζει τις δυνατότητες των ανθρώπων λαμβάνοντας υπόψη τις κληρονομικές καταβολές που μεταφράζονται ως ικανότητες, δεξιότητες, ψυχολογικές ιδιότητες με τις οι οποίες επικαθορίζονται οι δραστηριότητες των ανδρών και γυναικών, στο πλαίσιο της κοινωνίας. Επομένως, η έμφυτη ιδιότητα του φύλου είναι υπαίτια για την «κανονική συμπεριφορά» των ανδρών και γυναικών, μία κανονικότητα που διαχωρίζει με τη σειρά της τις ενέργειες των δύο πλευρών[8]Μια ερμηνεία του διαχωρισμού των ενεργειών μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι η οικουμενική υποβάθμιση της γυναίκας. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην κυριαρχία του αρσενικού φύλου επί του θηλυκού, λαμβάνοντας υπόψη τα εγγενή «φυσικά» γενετικά χαρακτηριστικά που του δίνουν το παραπάνω προτέρημα[9]. Επομένως, το θηλυκό είναι από τη φύση του υποταγμένο. Η φυσική αυτή υποταγή του θηλυκού, φέρνει την γυναίκα πλησιέστερα στη φύση, γεγονός που αποτελεί ένα ακόμη κριτήριο για την οικουμενική υποτέλειά της.
Το σώμα της γυναίκας και οι λειτουργίες του, όπως π.χ. η «διαιώνιση του είδους», διαφοροποιούν τη γυναίκα από τον άνδρα, από τη στιγμή που ο τελευταίος είναι απαλλαγμένος από τέτοιου είδους λειτουργίες, γεγονός που τον καθιστά ελεύθερο να καταπιαστεί με πολιτισμικά εγχειρήματα[10]. Επίσης, το σώμα της γυναίκας και οι λειτουργίες του την κάνουν να αναλαμβάνει κοινωνικούς ρόλους κατώτερης διάστασης της πολιτισμικής διαδικασίας. Ο εγκλωβισμός της γυναίκας στον οικιακό χώρο και στην οικογένεια είναι συνυφασμένος με το σώμα της και τις λειτουργίες του, όσο αφορά στο θηλασμό  και την ανατροφή του παιδιού[11]. Η σχέση της γυναίκας τόσο με το σώμα της όσο και με τις λειτουργίες του της προσδίδουν μία διαφορετική ψυχική δομή με φυσικές επίσης καταβολές. Ο υπέρμετρος συναισθηματισμός σε σύγκριση με τον άντρα, όπως επίσης η υποκειμενική και άμεση στάση στις διαπροσωπικές σχέσεις, είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά που φέρνουν τη γυναίκα σε εγγύτητα με τη φύση[12]
Αντιλήψεις όπως οι παραπάνω σχετικά με τους βιολογικούς παράγοντες του φύλου και τη βιολογία στην κοινωνική ζωή, αποδομήθηκαν από τη «νέα ματιά» του φεμινισμού. Η κριτική στάση και τα νέα ερωτήματα που τίθενται από την πλευρά του φεμινισμού ανέτρεψαν τις αντιλήψεις που επικρατούσαν ως τότε και αφορούσαν στο βιολογικό φύλο (sex), ενώ έφεραν στο φως μία νέα θεώρηση για το φύλο ως κοινωνικό (gender). Τα νέα ερωτήματα που τίθενται επικεντρώνονται στην αιτιακή σύνδεση βιολογίας και φύλου και αφορούν στην σχέση βιολογίας και πολιτισμού. Η απάντηση σε ερωτήματα όπως: «μπορούν άραγε οι κατά φύλο ανατομικές, φυσιολογικές διαφορές να εξηγήσουν διαφορές στη νοημοσύνη, τον ψυχισμό και γενικότερα διαφορές στη συμπεριφορά αντρών και γυναικών;», «οι άντρες και οι γυναίκες έχουν διαφορετικές νοητικές ικανότητες που ανάγονται στη βιολογία των δύο φύλων;» έρχεται από την σύγχρονη έρευνα που ισχυρίζεται ότι το βιολογικό φύλο δεν μας επιτρέπει να προβλέψουμε τις νοητικές επιδόσεις ενός ατόμου ούτε αποδεικνύεται κύριος διαφοροποιητικός παράγοντας της ποικιλίας στις επιδόσεις[13].      
Ο σύγχρονος επιστημονικός λόγος, παράλληλα με την φεμινιστική θέση, διατείνεται ότι το φύλο ως βιολογία, ως φυσικό δεδομένο, είναι κατασκευή. Το φύλο έχει πολιτισμικό περιεχόμενο και μόνο[14]. Η παραπάνω διαπίστωση ότι το φύλο είναι κοινωνική σχέση και πολιτισμικό σύμβολο και όχι δεδομένο της φύσης προκύπτει από τη θεωρία της κοινωνικής κατασκευής ή κονστρουκτιβισμό. Η θεωρία της κοινωνικής κατασκευής επικεντρώνεται στη δράση ως διαδικασία στην οποία συγκροτείται, δηλαδή κατασκευάζεται, ο κόσμος, μελετά τη δράση από τη σκοπιά των υποκειμένων της και μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο συντελείται. Έτσι, όσον αφορά στο φύλο, αυτό θεωρείται ως συμβολική προϋπόθεση της ταυτότητας του υποκειμένου, αλλά και κοινωνικό αποτέλεσμα της δράσης του[15]. Σύμφωνα με τον κονστρουκτιβισμό, το φύλο είναι σύμβολο, δηλαδή η σημασία του διαφέρει από πολιτισμό σε πολιτισμό μέσα από την ανάλυση της «συμβολικής λογικής», και είναι φυσικό επίσης σύμβολο, δηλαδή το φύλο επικεντρώνεται στην ανθρώπινη φυσιολογία και εμφανίζεται ως αντανάκλαση της ανατομίας αντρών και γυναικών καθώς η ανθρώπινη δράση εδραιώνεται στη φύση. Το φύλο, τέλος, οργανώνει κοινωνικές σχέσεις, αφού αποτελεί προϋπόθεση κοινωνικών σχέσεων καθορίζοντας το περιεχόμενο και την ιεραρχία τους[16].
Η νέα σκοπιά του φύλου, ως πολιτισμική κατασκευή, διαψεύδει το γεγονός ότι η ασυμμετρία των φύλων πηγάζει από τη βιολογία ενώ διατείνεται ότι τα ανατομικά χαρακτηριστικά και οι λειτουργίες της φυσιολογίας δεν είναι εγγενή.  Κατ’ αυτόν τον τρόπο το γεγονός πως οι γυναίκες είναι αυτές που συλλαμβάνουν, γεννούν και θηλάζουν το βρέφος δεν αποτελεί αναγκαστικά την υποβάθμισή τους, γεγονός επίσης που σχετίζεται με την εγγύτητά τους προς τη φύση, αλλά θεμελιώνει την κατηγοριοποίησή τους ως συζύγων, μητερών και τροφών, κοινωνικών δηλαδή ρόλων στο πλαίσιο της κοινωνίας. Οι κοινωνικοί ρόλοι που αναλαμβάνει η γυναίκα, δεν ανταποκρίνονται σε βιολογικές λειτουργίες όπως προαναφέραμε, αλλά καθώς η γυναίκα ταυτίζεται με τη σφαίρα του ιδιωτικού, επομένως είναι εγκλωβισμένη στη σφαίρα της οικίας, θεωρείται κατώτερη. Ο ρόλος που κατέχουν οι γυναίκες στο πλαίσιο της οικίας ως μητέρες και υπεύθυνες για τον οικιακό χώρο είναι ο σημαντικός ρόλος της κοινωνικοποίησης των μικρών παιδιών, η μαγειρική  και η περιποίηση του σπιτιού, στοιχεία άμεσα συνυφασμένα με την σφαίρα του κοινωνικού.
Τέλος, η ψυχική δομής της γυναικάς, δεν σχετίζεται με τη φύση της, αλλά προκύπτει από την άμεση επαφή με τα παιδιά της και την υπευθυνότητα που αφορά στην κοινωνικοποίηση των τελευταίων. Οι μητέρες αντιμετωπίζουν διαφορετικά τα βρέφη, ανάλογα με το φύλο τους, ταυτίζονται περισσότερο με τις κόρες τους, ενώ τονίζουν την αρσενικότητα των γιών τους. Επομένως, ο ψυχισμός της γυναίκας δεν είναι ανάλογος της φύσης της, ούτε επικαθορίζεται από τη φύση της, αλλά προέρχεται και επικαθορίζεται από ρόλους, λειτουργίες και τη συσχέτισή της με την κοινωνική ομάδα[17].
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η οικουμενική υποτέλεια των γυναικών και η κατώτερη θέση που κατέχει από τον άντρα δεν προκύπτουν από βιολογικούς παράγοντες, αλλά από κοινωνικούς, διότι οι ρόλοι που αναλαμβάνει η γυναίκα στο πλαίσιο της κοινωνίας είναι αυτοί που την παγιδεύουν στη σφαίρα της οικίας, ώστε να ασχολείται με ζητήματα του σπιτιού, με την ανατροφή των παιδιών, στοιχεία που τη φέρνουν σε μία υποδεέστερη θέση. Αντίθετα, όντας ο άντρας απαλλαγμένος από τέτοιου είδους ασχολίες, η θέση του είναι στον δημόσιο χώρο, εκτός του σπιτιού, γεγονός που τον φέρνει πιο κοντά στα πολιτισμικά στοιχεία της κοινωνίας. Έτσι συνάγεται το γεγονός πως η γυναίκα λόγω των ρόλων της βρίσκεται πιο κοντά στη φυσική καταστασιακότητα σε σχέση με τον άνδρα που μετέχει σε μια διαμεσολαβημένη πολιτισμική καταστασιοκότητα. Ωστόσο, η θεώρηση του βιολογικού φύλου (sex) έχει αποδομηθεί από τους κοινωνικούς επιστήμονες και ιδιαίτερα αυτούς που εντάχθηκαν στο κίνημα του φεμινισμού. Πλέον, στις κοινωνικές επιστήμες που έχουν ως θέμα μελέτης το φύλο, κύρια θέση κατέχει η θεώρηση της κοινωνικής κατασκευής έτσι όπως εκπορεύεται από τη θεωρία του κονστρουκτιβισμού.



[1] Βλ. Ε. Παπαταξιάρχης – Θ. Παραδέλλης, ό.π., σελ. 11.
[2] Βλ. Α. Μπακαλάκη, ό.π., σελ. 185.
[3] Βλ. Ε. Παπαταξιάρχης – Θ. Παραδέλλης, ό.π., σελ. 14.
[4] Βλ. Κάντσά Β. – Μουτάφη Β. – Παπαταξιάρχης Ε. (επιμελ.), Φύλο και κοινωνκικές επιστήμες στη σύγχρονη Ελλάδα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010, σελ. 53.
[5] Βλ. Α. Μπακαλάκη, ό.π., σελ. 31.
[6] Βλ. Ε. Παπαταξιάρχης – Θ. Παραδέλλης, ό.π., σελ. 54.
[7] Βλ. Κάντσά Β. – Μουτάφη Β. – Παπαταξιάρχης Ε., ό.π., σελ. 54.
[8] Βλ. Ε. Παπαταξιάρχης – Θ. Παραδέλλης, ό.π., σελ. 13-14.
[9] Βλ. Α. Μπακαλάκη, ό.π., σελ. 81.
[10] Βλ. στο ίδιο, σελ. 85.
[11] Βλ. στο ίδιο, σελ. 91.
[12] Βλ. στο ίδιο, σελ. 97.
[13] Βλ. Ε. Παπαταξιάρχης – Θ. Παραδέλλης, ό.π., σελ. 18.
[14] Βλ. στο ίδιο, σελ. 22.
[15] Βλ. στο ίδιο, σελ. 23.
[16] Βλ. στο ίδιο, σελ. 25-26.
[17] Βλ. Α. Μπακαλάκη, ό.π., σελ. 19-21.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου