Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Η γυναικεία απασχόληση και η κατασκευή της γυναίκας «αγρεργάτριας» στον αγροτικό χώρο της Μελίβοιας



Παράθεμα από τη Μεταπτυχιακή εργασία με τίτλο: 
Η γυναίκα στην εποχική μισθωτή αγρεργασία 
Η Παραδειγματική περίπτωση του χωριού Μελίβοια (1950-1980).
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2012




Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος


Η  γυναικεία απασχόληση
και η κατασκευή της γυναίκας «αγρεργάτριας»
στον αγροτικό χώρο της Μελίβοιας



Η απασχόληση των γυναικών έγινε αντικείμενο θεωρητικής ενασχόλησης και εμπειρικής μελέτης από μία σειρά επιστημών όπως η ιστορία, η κοινωνιολογία,  η ψυχολογία, η ανθρωπολογία και βέβαια η οικονομική επιστήμη[1]. Κατά κύριο λόγο η γυναικεία εργασία μελετήθηκε στο πλαίσιο της βιομηχανικής-αστεακής κοινωνίας[2]. Στο πλαίσιο, όμως, της παρούσας εργασίας, όπως ήδη έχει διατυπωθεί, το θέμα ενασχόλησής μας προκύπτει από τη γυναικεία εργασία στην προ-βιομηχανική εποχή, όπου οι συνθήκες απασχόλησης υπήρξαν άμεσα συνυφασμένες με την «παραδοσιακή» αγροτική κοινωνία. Στην παραδοσιακή κοινωνία της Μελίβοιας, καθώς αυτή αποτελεί την παραδειγματική περίπτωση μελέτης, ισχύουν τόσο οι παραδοσιακές δομές της κοινωνίας όσο και της οικογένειας. Επομένως, η παραδοσιακή γυναικεία απασχόληση σε μία τέτοιου είδους κοινωνία δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική από αυτή που περιορίζει την γυναίκα στον κλειστό οικιακό-ιδιωτικό χώρο και τον άντρα στο δημόσιο.
Η μη παραγωγική εργασία των γυναικών σε τέτοιου είδους παραδοσιακές κοινωνίες δεν περιορίζεται μόνο στον κλειστό χώρο της οικίας (οικιακά), αλλά τις περισσότερες φορές επεκτείνεται στο χώρο του αγρού, νοώντας τον τελευταίο ως συνέχεια του σπιτιού[3]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η γυναίκα παρουσιάζεται ως μονάδα παραγωγής και συγχρόνως ως νοικοκυρά-οικοδέσποινα[4].
Παρόλα αυτά, και στις δύο περιπτώσεις η απασχόληση της γυναίκας εκλαμβάνεται ως μη παραγωγική[5] ή θεωρείται ως «παράρτημα» ασήμαντης οικονομικής αξίας[6]. Η παραπάνω θέση έχει τις ρίζες της στις οικονομικές δομές που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη αγροτική κοινωνία, εφόσον η ανδρική υπεροχή μέσα στο σπίτι δεν προκύπτει αναγκαστικά από την πατριαρχική καταπίεση, αλλά είναι ενσωματωμένη στη γενικότερη δομή τόσο την οικογενειακή όσο και την οικονομική[7].
Η απασχόληση των γυναικών στη γεωργία αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός στις αγροτικές-γεωργικές περιοχές. Η συμπληρωματικότητα στις γεωργικές εργασίες στο επίπεδο της συνύπαρξης και συνεργασίας των δύο φύλων πιστοποιεί στον ίδιο βαθμό τη βιωσιμότητα της οικογενειακής εκμετάλλευσης και την οικονομική ευημερία της ίδιας της οικογένειας[8]
Η παραπάνω περιγραφή, που αφορά στη γυναικεία απασχόληση στον αγροτικό χώρο, αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση της αγροτικής κοινωνίας του χωριού Μελίβοια. Η Μελιβοιώτησα, από μικρή ηλικία λαμβάνει μέρος στην κάθε είδους «απασχόληση», σύμφωνα με την προηγούμενη περιγραφή. Διδασκόμενη από τις γυναίκες (μητέρα, γιαγιά) με τις οποίες συγκατοικεί στο πλαίσιο της πυρηνικής ή διευρυμένης οικογένειας, λαμβάνει ως πρώτη γνώση την περιποίηση του σπιτιού και την ετοιμασία της τροφής.

 «Αντωνία: …και η μάνα μου ήταν μια γυναίκα που έκανε πάρα πολύ κουμάντο, μας καθοδηγούσε, μας έλεγε «είναι σκληρή η ζωή» πρέπει και σεις να δουλέψετε. Μόλις και μείς μεγαλώσαμε λίγο, μας έδειξε πώς να ζυμώνουμε, πώς να κάνουμε πίτα… τότε το κύριο φαγητό ήταν φασολάδα. Μετά μας είχε δείξει να κάνουμε το φύλλο να φτιάξουμε πίτα. Στην αρχή τις πίτες δεν τις πετυχαίναμε, η μάνα όμως δεν έλεγε:  «ξέρς δεν είναι καλή η πίτα» ο πατέρας μου μπορεί να έλεγε: «δεν την φτιάξατε όπως την έφτιαξε η μάνα, αλλά καλούτσ’ κ’  είναι». Η μάνα έλεγε: «είναι πάρα πολύ καλή, μαθαίνουν τα κορίτσια, σιγά - σιγά θα μάθουν».

Όπως προκύπτει από την αφήγηση της πληροφορήτριάς μας, η μεταβίβαση της γνώσης για το θέμα της οικίας γινόταν, ως συνήθως, από τη μητέρα στην κόρη. Ο ρόλος της μητέρας ως «κοινωνικοποιητικός» προετοίμαζε το θηλυκό παιδί για τη σωστή ετοιμασία των οικιακών εργασιών. Η ετοιμασία των απαραίτητων οικιακών εργασιών από τα νεαρά κορίτσια είχε διττό χαρακτήρα. Από τη μία, τα καθιστούσε στην κατάλληλη θέση, ώστε να φέρουν εις πέρας τις οικιακές εργασίες (μαγείρεμα), αναγκαία ενέργεια διότι η μητέρα τους απουσίαζε κατά τη διάρκεια της ημέρας από το σπίτι, όντας η τελευταία στους αγρούς πλάι στο σύζυγό της. Από την άλλη, με την ενασχόλησή τους από μικρή ηλικία στις δουλείες του σπιτιού, τα κορίτσια θα ήταν σε θέση να ανοίξουν το δικό τους σπιτικό και να περιποιηθούν με τον «σωστό» τρόπο τον σύζυγό τους. Η «νοικοκυρά» γυναίκα αποτελούσε πάντα πρότυπο νύφης στις αγροτικές-μικρές κοινωνίες. Πολλές φορές, βέβαια, ακόμη και τα κορίτσια μικρής ηλικίας ακολουθούσαν τους γονείς τους στο χωράφι.

«Χρυσούλα: …Από μικρά δουλεύαμε μέσα στα αρμάνια που’ ξούσαμει τσ’ κουπριές. Όταν ήμασταν κουρίτσια γένουνταν αυτά. Περπατούντα απου δώ, να πάμει στουν Παπάνθιμου. Τουν περισσότερου καιρό μιγαλουσάμει στουν Αστρουβό….»

Όπως μας πληροφορεί η κυρία Χρυσούλα, παρόλο που η ίδια ήταν σε μικρή ηλικία, οι γονείς της την υποχρέωναν να τους ακολουθεί στον αγρό. Ιδιαίτερη σημασία δίνει στην πεζοπορία ως τον αγρό, διότι η τοποθεσία με το όνομα Παπάνθυμος και Αστροβός, είναι γεωργικές περιοχές του Κισάβου σε απόσταση περισσότερο από 4 και 6 χιλιόμετρα αντίστοιχα, μία απόσταση που απαιτεί 1 έως 2 ώρες πεζοπορία σε χωμάτινο δρόμο, ιδιαίτερα κουραστική υπόθεση για νεαρά κορίτσια. 
Στο χωράφι ο ρόλος των μικρών κοριτσιών δεν διέφερε από τη μητέρα ή τον πατέρα. Η εργασία στον αγρό ξεκινούσε από μικρή ηλικία. Με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά προετοιμάζονταν έτσι ώστε σε μεγαλύτερη ηλικία να είναι έτοιμα, στο επίπεδο της πείρας και της αντοχής, να μπορέσουν να «βρουν» ένα «μεροκάματο» στην Αγιά ή στο θεσσαλικό κάμπο.

«Αντωνία: …λέει κάποια στιγμή η μάναμ, «βρήκαμε μεροκάματα. Θα πάτε στα μεροκάματα».
- Πού να πάμε βρε μάνα;
- Θα πάτε στα βαμπάκια.
Μικρά κουρίτσια εμείς, που να πάμε.»

«Αντωνία: Ήμουν 14 χρονών, μας πήρε η μάναμ στα μεροκάματα με την αδερφήμ’, για να μάθουμε να δουλεύουμε»

  
Η δύσκολη οικονομική κατάσταση του αγροτικού χώρου ανάγκαζε τους γονείς να στέλνουν τα νεαρά κορίτσια στην εποχική αγρεργασία. Στο σημείο αυτό, βλέπουμε τη γυναικεία εργασία να ταυτίζεται με την παιδική. Όπως προέκυψε από τη σχετική επιτόπια έρευνα, οι περισσότερες γυναίκες που έλαβαν μέρος σε αυτή, ανέφεραν πως ξεκινούν να δουλεύουν στα «μεροκάματα» πολύ πριν την ενηλικίωσή τους.

«Χαρίκλεια: ..εγώ 13 χρονών πήγα να βγάλω πατάτα, στον κάμπο… πρώτη φορά για δουλειά. Καλοκαίρι. Και ήρθε και η μάναμ’ να μασ’ ένα φόρτωμα πατάτες για τα γρούνια, να τα ταΐσει για τα Χριστούγεννα, και να δει αν δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα, να με πάρει στο χωριό. Χαρά μεγάλη εγώ, θα βγάλω παράδες εκεί, μου άρεσε. Ήταν λίγο κουραστικά, είχε ζέστα, άλλα θα έβγαζα παράδες. Το πρώτο μεροκάματο που πήρα και το πήρα προίκα. Πήρα μία στόφα - σαν κάλυμμα για το ντιβάνι και τραπεζομάντιλο.»

 Στην παραπάνω αφήγηση βλέπουμε πως η δυσμενής οικονομική κατάσταση της οικογένειας αναπαρίσταται στο νεαρό κορίτσι ως υποχρέωση για δουλειά και εξασφάλιση των δικών της χρημάτων. Η μητέρα του όμως είχε έντονη την αγωνία για τον αν μπορεί η νεαρή κόρη της να ανταπεξέλθει στις δύσκολες απαιτήσεις της δουλειάς. Το αίσθημα φόβου και ανησυχίας έφερε τη γυναίκα στο χώρο εργασίας της κόρης, ώστε να επιβλέψει και να κρίνει για τη συνέχιση ή όχι της κόρης της στο συγκεκριμένο πόστο εργασίας.
Η αφήγηση που ακολουθεί, αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μία ξεκάθαρη εικόνα «κοινωνικοποίησης» των νεαρών κοριτσιών στο επίπεδο της μάθησης των απαραίτητων εκείνων στοιχείων, τα οποία θα καταστίσουν τα τελευταία στην κατάλληλη θέση, ώστε να ανταπεξέλθουν στις αντιξοότητες της αγροτικής κοινωνίας. Η αφήγηση της κυρίας Αντωνίας δείχνει με τον καλύτερο τρόπο τη γενική εικόνα μιας συμβατικής αγροτικής οικογένειας της κοινωνίας της Μελίβοιας. Μέσω της αφήγησης μπορούμε να διακρίνουμε τόσο τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η οικογένεια στην Μελίβοια σε μία αλλοτινή εποχή, όσο και την προετοιμασία των νεαρών κοριτσιών στο επίπεδο των αξιών και της πειθαρχίας, σημαντικών παραγόντων και εφοδίων για τη συμβίωση στη μικρή αγροτική κοινωνία.

«Αντωνία: Η ζωή η δικιά μας ήταν πάρα πολύ δύσκολη τότε. Δεν υπήρχαν μεροκάματα. Ο πατέρας μου δούλευε στο βουνό πήγαινε και έκοβε ξύλα με το πριόνι, κάθονταν οχτώ μέρες στο βουνό, φαγητό τον πηγαίναμε εμείς. Τους πηγαίναμε τρόφιμα, και μαγείρευαν μόνοι τους. Όταν τους πλήρωνε, στις 15 μέρες ή στον μήνα, κατέβαινε από το βουνό στο σπίτι εδώ, να μας φέρει λίγα λεφτά, και να ψωνίσουμε, ότι θέλαμε εμείς τα παιδιά. Πέντε αδέρφια τι να πρωτοπάρουμε; Ο πατέρας μου ήταν και λίγο αυστηρός δεν ήταν «πάρτε παιδιά και ότι θέλετε» ήταν «κάντε και λίγο οικονομία να τα βγάλουμε πέρα». Και η μάνα μου ήταν μια γυναίκα που έκανε πάρα πολύ κουμάντο, μας καθοδηγούσε, μας έλεγε «είναι σκληρή η ζωή» πρέπει και σεις να δουλέψετε. Μόλις και μείς μεγαλώσαμε λίγο μας έδειξε πώς να ζυμώνουμε, πώς να κάνουμε πίτα, τότε το κύριο φαγητό ήταν φασολάδα. Μετά μας είχε δείξει να κάνουμε το φύλλο να φτιάξουμε πίτα. Στην αρχή τις πίτες δεν τις πετυχαίναμε, η μάνα όμως δεν έλεγε:  «ξέρς δεν είναι καλή η πίτα» ο πατέρας μου μπορεί να έλεγε: «δεν την φτιάξατε όπως την έφτιαξε η μάνα» αλλά καλούτσ’ κ’  είναι». Η μάνα έλεγε: «είναι πάρα πολύ καλή, μαθαίνουν τα κορίτσια, σιγά - σιγά θα μάθουν».
            Μετά μας έμαθε να ζυμώνουμε, το ζύμωμα είναι πάρα πολύ δύσκολο, να ζυμώνεις 7 καρβέλια και να είσαι 14 χρονών,  και να το ψήσεις στο φούρνο με τα τσάκνα, είναι πολύ δύσκολο. Έπρεπε να κουβαλήσουμε τα τσάκνα, από μακριά. Μέχρι να συνηθίσουμε, πότε το φτιάχναμε καλό, πότε δεν το πετυχαίναμε. Η μάμαμ, ότι δουλειά και να κάναμε στο σπίτι ποτέ δεν μας είπε κορίτσια δεν το φτιάξατε καλό. Καλό είναι! Μάθατε να φτιάχνετε πίτα, μάθατε να  φτιάχνατε και το ψωμί, να καίτε το φούρνο, γιατί ήταν δύσκολο να καις το φούρνο, να τον πανίσεις με την πάνα,  με το σιπτάρ’ να βγάνς τα κάρνα ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Τώρα, μας λέει, πρέπει να μάθετε να πλένετε στη σκάφη. Τώρα την λένε σκάφη, τότε τη λέγαμε κουπάνα.   
         Εγώ με την αδερφή μου τη Χαρίκλεια, ήμασταν πιο μεγάλες και τα πιο μικρότερα αδέρφια τα κάναμε μπάνιο στην κουπάνα. Βάζαμε στο καζάνι θερμό και μετά τα βάζαμε τα’ δέρφια μας μέσα στην κουπάνα τα σαπουνίζαμε με ένα μικρό πανάκι, και τα ρίχναμε με το κατοσταράκ’ (τενεκεδάκι) νερό και τα κάναμε μπάνιο μέσα στην κουπάνα. Και ούτε πετσέτες μεγάλες… είχαμε κάνα παλιό ρουχάκι τα σκεπάζαμει και τα στεγνώναμε. Έτσι ήταν η ζωή τότε, πάρα πολύ δύσκολη. Και το φαγητό κάθε μέρα έπρεπε να ξέρουμε να το μαγειρεύουμε, μα φασουλάδα θα ήταν, μα λάχανα, γιατί η μάναμ ήταν στο χωράφι και έπρεπε να βρει φαγητό.
         Τότε τα σπίτια τα ασβεστονάμε όλα με ασβέστη. Μέσα το δωμάτιο, από παν δεν είχαμε νταβάνια. Έπρεπε να το καθαρίσουμε όλο με την πατσαβούρα και από θριμ - θρίμ να είναι κίτρινο, να είναι καθαρό,  έμπαινες μέσα στα δωμάτια και βοδίαζαν από ασβέστη, όχι όπως  τώρα με πλαστικά. Ήταν φτωχά τα χρόνια αλλά καθαρός ο κόσμος, είχαν την καθαριότητα, μας είχαν μάθει μια τακτική στην οικογένεια, μας έλεγε, σήμερα θα κάνετε αυτό, αύριο εκείνο.
        Μετά βάζαμε κορκάρια, να πάμε να βοτανίσουμε το χορτάρι, πάρα πολύ χορτάρι, να πάμε περπατούντα κάτω στον Αγιόκαμπο, να βοτανίσουμε το κορκάρι. Εμείς μικρά κουρίτσια, να κανς τις δουλειές όλες στο σπίτι, και μετά να πας περπατούντα να βοτανίσ’ και το βράδυ πίσω πάλι να επιστρέψουμε. Να φτιάξουμε το κορκάρι.
         Το κορκάρι τότε δεν μας έλεγαν πως αν το πουλήσετε θα πάρετε τόσο. Το φτιάχναμει το κουρκάρι και δεν ηξεράμει να το πουλήσουμε. Δυο χρουνιές φτιάξαμε πέντε χιλιάδες ουκάδες κουρκάρι. Και δεν το πούλσαμε το κουρκάρ’, δεν το έπερναν, και του’ χαμει παν στου σπίτι, στο ανώι, σάλες τα’ λεγάμει τότε, και το πετάξαμε το κορκάρι όλο, εγώ και η αδερφή μ’ στο ρέμα. Δεν πήραμει ούτε μία δραχμή. Πώς να ζήσει μία πενταμελής οικογένεια. Τι να φαν; Τι;»

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ταυτότητα της γυναίκας της εποχικής αγρεργασίας αποκτιέται από αρκετά μικρή ηλικία. Νεαρά κορίτσια πλάι στους γονείς τους μαθαίνουν από μικρή ηλικία τη σκληρή αγροτική εργασία.
Οι γενικότερες οικονομικές δομές στον αγροτικό χώρο της Μελίβοιας, με τη μικρή αγροτική παραγωγή, εξανάγκασε την κοινωνία της να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εποχική αγρεργασία που λάμβανε χώρα στη διπλανή κωμόπολη της Αγιάς, όπως επίσης και σε πιο απομακρυσμένα χωριά του θεσσαλικού κάμπου.
Στο κεφάλαιο που ακολουθεί, θα αναλύσουμε τις οικονομικές δομές του αγροτικού χώρου και θα διαπιστώσουμε τους λόγους και την ένταση της εποχικής αγρεργασίας από τους κατοίκους της Μελίβοιας στην αγροτική περιοχή της Αγιάς. Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας, θα περιοριστούμε στην οπτική ματιά των ίδιων των γυναικών πάνω στο ζητήματα της εποχικής αγρεργασίας, καθώς αυτό αποτελεί το γενικότερο θέμα που προσπαθούμε να διαπραγματευτούμε. Οι αφηγήσεις των γυναικών και η κατάθεση των βιωιστοριών τους, δηλώνουν, συνάμα με τη συγκροτημένη ταυτότητάς τους ως αγρεργάτριες, τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν και τη σκληρή αγροτική εργασία που έπρεπε να πραγματοποιήσουν.   
Μέσω των αφηγήσεων των γυναικών μελετάμε τις αναπαραστάσεις της μνήμης τους πάνω στο θέμα της εποχικής αγρεργασίας, φτάνοντας στις συλλογικές αναπαραστάσεις που καθορίζουν την ταυτότητα αυτών των γυναικών. Στο πλαίσιο της μελέτης της συλλογικής μνήμης με την οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι ως αποτέλεσμα των αφηγήσεων διαπιστώνουμε τα συλλογικά στοιχεία που αφορούν στις δυσκολίες αλλά και στην ευχαρίστηση που πηγάζει από την εποχική αγρεργασία των γυναικών. Ενώ οι δυσκολίες περιορίζονται σε θέματα μετακίνησης και αυξημένου ωραρίου εργασίας, οι ευχάριστες στιγμές δεν εκλείπουν από τη στιγμή που το ημερομίσθιο πρόσφερε στις γυναίκες τα απαραίτητα χρήματα που θα βοηθούσαν τόσο αυτές καθ’ αυτές όσο και την οικογενειακή τους εστία. Φράσεις όπως «παρακαλούσαμι για ένα μεροκάματου» πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο τη σπουδαιότητα της ύπαρξης του ημερομισθίου.




[1] Βλ. Κάντσά Β. – Μουτάφη Β. – Παπαταξιάρχης Ε., ό.π., σελ. 225.
[2] Λ. Μουσούρου, Γυναίκα και απασχόληση, Gutenberg, Αθήνα 1993, σελ. 17.
[3] Βλ. στο ίδιο, σελ. 20.
[4] Ν. Τάκαραη, Η γυναίκα από την αρχαιότητα ως την τεχνολογική επανάσταση, Αθήνα 1984, σελ. 345.
[5] Βλ. Λ. Μουσούρου, ό.π., σελ. 19.
[6] Βλ. Ν. Τάκαρη, ό.π., σελ. 346.
[7] V. Bryson, Φεμινιστική Πολιτική Θεωρία, μτφ. Ε. Πανάγου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2004, σελ. 318.
[8] Βλ. Λ. Μουσούρου, ό.π., σελ. 21.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου