Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Η πρακτική του αποκεφαλισμού και της διαπόμπευσης




Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος

Η πρακτική του αποκεφαλισμού και της διαπόμπευσης



Ο αποκεφαλισμός ως ποινή και πρακτική θανάτωσης δεν αποτελεί νεότερη μορφή βίας και εγκληματικής ενέργειας. Εντοπίζεται από τους αρχαίους ακόμα χρόνους σε διαφορετικούς, πολιτισμικά και γεωγραφικά,  λαούς.  Τόσο στους ανατολικούς λαούς της Ασίας, όσο και της Αιγύπτου, ο αποκεφαλισμός ως θανατική ποινή και πρακτική υπήρξε ιδιαίτερα έντονη[1]. Η poena capitis ή capitalis, η κεφαλική δηλαδή ποινή, εκτελείτο κατά τους αυτοκρατορικούς και αργότερα κατά τους δημοκρατικούς χρόνους έναντι των στρατιωτικών και κατηγορούμενων για προδοσία. Η δυναμική της εν λόγω θανατικής ποινής δεν περιορίζονταν απλώς στην αφαίρεση της ζωής του κατηγορούμενου, αλλά ως συμβολική πράξη, με το διαχωρισμό του σώματος από την κεφαλή, αποσκοπούσε στην αφαίρεση της ελευθερίας και των πολιτικών δικαιωμάτων[2].
Ο αποκεφαλισμός ήταν ταχύς και άνευ βασάνων, ο αληθής καλός και καθαρός θάνατος[3] σε αντίθεση με άλλες μορφές θανατικών ποινών και θανάτων που δεν περιορίζονταν απλώς στην αφαίρεση της ζωής του κατηγορούμενου, αλλά μέσω διαφόρων βασανιστηρίων ο κατηγορούμενος έπρεπε να έχει έναν αργό, βασανιστικό και επώδυνο θάνατο[4]. Τα κεφάλια των θανατωθέντων καταδίκων εξετίθεντο στις βασιλικές στοές της αγοράς και στο πεδίο του Άρεως της Ρώμης, γεγονός που προσομοιάζει σε μία μορφή εκτέλεσης παλαιότερης εποχής[5]. Η κεφαλοφορία αποτελεί αρχαιότατο θέμα της ιστορίας, εντοπίζεται  στην τέχνη, στην ιστορία των θρησκειών και των λαών. Ένα κλασικό παράδειγμα κεφαλοφορίας από την ελληνική μυθολογία αποτελεί η αποκοπή της κεφαλής της Μέδουσας από τον Περσέα και η προσκόμισή της στον Πολυδέκτη ύστερα από εντολή του. Κατά τη χριστιανική παράδοση, σύμφωνα με τα συναξάρια και τα αγιολογικά κείμενα, ο αποκεφαλισμός αποτελούσε το ένδοξο και εξαίσιο τέλος του μάρτυρα[6] με το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα να δίδεται με τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Προδρόμου από τον τετράρχη της Γαλιλαίας Ηρώδη.
 Το κεφάλι ως τρόπαιο πολέμου επιδεικνύονταν από πολλούς αρχαίους λαούς ως σύμβολο δύναμης και νίκης. Οι αρχαίοι Έλληνες, δε, συνήθιζαν να ανταμείβουν με χρυσό τον πολεμιστή εκείνο που θα έφερε την κεφαλή του εχθρού[7]. Κατά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821, επίσης, οι Τούρκοι έκοβαν μέλη του σώματος των σκοτωμένων Ελλήνων, κεφάλια, μύτες, αφτιά, για να τα προσκομίσουν, όχι μόνο ως τεκμήρια της νίκης, αλλά κυρίως για το μπαξίσι. Ύστερα από πολύνεκρες μάχες αφτιά και κεφάλια συσκευάζονταν με επιστρώσεις αλατιού και αποστέλλονταν στις έδρες των στρατιωτικών διοικήσεων στην πρωτεύουσα. Την επομένη της Εξόδου του Μεσολογγίου, για παράδειγμα, φορτώθηκαν για την Κωνσταντινούπολη σφραγισμένα βαρέλια με 7.000 αφτιά και πολλά κεφάλια αρχηγών, αλατισμένα. Για κάθε ζευγάρι αφτιά που έκοβαν οι Τουρκοαιγύπτιοι στρατιώτες, έπαιρναν 50 γρόσια μπαξίσι[8].
Στου αιώνες της τουρκοκρατίας οι εκτελέσεις των καταδίκων γίνονταν με αποκεφαλισμό, πρακτική που αποτελούσε την πιο αξιοπρεπή θανάτωση με την προϋπόθεση ότι ο δήμιος θα τοποθετούσε την κεφαλή στα χέρια του νεκρού, σε αντίθεση με την τοποθέτησή της ανάμεσα στα σκέλη και τα οπίσθια του πτώματος – γεγονός που αποτελούσε καταισχύνη και βαριά καταφρόνηση. Για τους Φαναριώτες, επί παραδείγματι, η καρατόμηση, η «αξιοπρεπής» δηλαδή θανάτωση με αποκεφαλισμό, σήμαινε την πανηγυρική ολοκλήρωση μίας λαμπρής καριέρας. Η καρατόμηση ακολουθούσε μία ορισμένη διαδικασία με το γονάτισμα του μελλοθάνατου μπροστά στον δήμιο ο οποίος τον αποκεφάλιζε με ένα καλά ακονισμένο σπαθί[9]. Δεν είχαν όμως όλα τα θύματα το λυτρωτικό αυτό τέλος. Αντιθέτως, γίνονταν και προμελετημένες βασανιστικές καρατομήσεις:

«…Ο πασάς πρόσταξε τον Έλληνα πατριώτη να γονατίσει και να σκύψει το κεφάλι. […] Ο Ιμπραήμ κάλεσε το αιγυπτιόπουλο που βρισκόταν πλάι του και του είπε:
- Τράβα το σπαθί σου και πάρε το κεφάλι αυτού του γκιαούρη! Κόφτο και φέρτο μου! Το παιδάκι βγάζει τα μάτια του αιχμαλώτου, του κόβει τα αφτιά, τον χτυπάει πολλές φορές στον αυχένα, αλλά δεν μπορεί να κόψει το κεφάλι. Δεν είχε δύναμη…!»[10]

Αμέτρητοι αποκεφαλισμοί Ελλήνων έγιναν στην Κωνσταντινούπολη αμέσως μετά τη γνωστοποίηση της είδησης για την ελληνική Επανάσταση. Ο Άγγλος κληρικός Walsh έβλεπε ακέφαλα πτώματα την ημέρα να κατασπαράζονται από τα όρνια και τη νύχτα από κοπάδια πειναλέων αγριόσκυλων. Τις ίδιες μέρες ο Γάλλος Fontanier είδε σε κάποιο βρώμικο σοκάκι γεμάτο σκύλους «ανθρώπινα κορμιά καρατομημένα πλάι σε ένα χασάπικο όπου κρέμονταν μοσχάρια και αρνιά».
Σύμφωνα με παλαιά οθωμανική πολεμική συνήθεια, σε περίπτωση σημαντικής νίκης οι διοικητές πρόσφεραν χρηματική αμοιβή για κάθε κεφάλι που προσκόμιζαν οι στρατιώτες. Τα κεφάλια αποτελούσαν τρόπαια και επιδεικνύονταν στο κοινό[11]. Τις τουρκικές αυτές πολεμικές συνήθειες ακολουθούσαν και οι Έλληνες στρατιώτες που παρουσίαζαν τα τουρκικά κεφάλια ως πολύτιμα λάφυρα. Φορτώματα τουρκικών κεφαλιών μεταφέρονταν στη Διοίκηση ως απόδειξη πολεμικού θριάμβου. Οι Έλληνες είχαν ενστερνισθεί όλες τις βαρβαρότητες των Οθωμανών. Παρόλα αυτά, η διαπόμπευση των κομμένων κεφαλιών δεν υπήρξε τούρκικο εφεύρημα. επί χιλιετίες τα κεφάλια των εχθρών επιδεικνύονταν ως έπαθλα θριάμβου[12].
Στη συνέχεια της γραφής του Κυριάκου Σιμόπουλου στο βιβλίο του Βασανιστήρια και Εξουσία, απ’ όπου αντλήσαμε τη σειρά των παραδειγμάτων που παραθέσαμε παραπάνω, αναφέρει πως «δεν υπάρχουν εκβαρβαρωμένες εποχές αλλά άνθρωποι που εκβαρβαρώνονται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες». Η άποψη αυτή σχετίζεται, εν πολλοίς, με τη θεωρία της «συμβίωσης» και της «διαφορικής συναναστροφής» που παραθέσαμε στο σχετικό κεφάλαιο. Βιώνοντας ο άνθρωπος στο πλαίσιο του πολέμου εικόνες και σκηνές βίας λαμβάνοντας συμμετοχή, με τον τάδε ή τον δείνα τρόπο, σε εγκληματικές ενέργειες και δολοφονίες – επικαλυμμένες στο πλαίσιο του απελευθερωτικού αγώνα, οι ωμότητες και οι μαζικές θανατώσεις, όπως επίσης, η καρατομήσεις του εχθρού και η περιφορά και διαπόμπευση των κεφαλιών, υπήρξαν πρακτικές κοινές και θέαμα γνώριμο . Ο πολυχρόνιος και πολυαίμακτος πόλεμος είχε εξοικειώσει τους Έλληνες με τον θάνατο και τους ενόπλους με τη βαρβαρότητα και τα κομμένα κεφάλια[13]. Όπως στα χρόνια του απελευθερωτικού πολέμου του 1821 οι αγωνιστές πανηγύριζαν περιφέροντας εχθρικά κεφάλια, έτσι και στη δεκαετία του 1940, με τη λήξη του απελευθερωτικού αγώνα (1941-1944) και την έναρξη του εμφυλίου (1946-1949), κεφάλια περιφέρονταν από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη[14], ως έπαθλα θριάμβου και νίκης.


*  *
*

Όπως έγινε γνωστό από την προηγηθείσα αναφορά, η καρατόμηση ή αποκεφαλισμός, η θανατική δηλαδή καταδίκη με διαχωρισμό του κεφαλιού από το σώμα, συσχετίζεται άμεσα με την επίδειξη της κομμένης κεφαλής ως σύμβολο του λάφυρου, του θριάμβου και της νίκης. Η επίδειξη γίνονταν είτε στις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές, όσον αφορά τους αποκεφαλισμούς σε καιρό πολέμου, είτε στο κοινό στην περίπτωση poena capitis (κεφαλικής ποινής) γεγονός που σχετίζει την επίδειξη των υποτετμημένων κεφαλιών με την τελετή της διαπόμπευσης.
Η διαπόμπευση, η ατιμωτική δηλαδή περιαγωγή καταδίκου στους δρόμους και η παράδοσή του στους ονειδισμούς και στη χλεύη του όχλου υπήρξε κατεξοχήν βυζαντινό βασανιστήριο[15]. Η διαπόμπευση ως κοινωνικοποιημένη ποινή αποσκοπούσε στη δημοσιότητα του κολασμού με απώτερο σκοπό τον εκφοβισμό, τον παραδειγματισμό και την εκδικητική εκτόνωση των μαζών. Μέσω της διαπόμπευσης του κατηγορουμένου –με την εν λόγω ποινή να επιβάλλεται σε άτομα όλων των κοινωνικών τάξεων– ο λαός γινόταν συμμέτοχος και συνένοχος[16].  Η διαπόμπευση αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο του κοινωνικού βίου των Βυζαντινών και επιβίωσε ως στην τουρκοκρατία ακόμη και στην ελεύθερη Ελλάδα ως τις αρχές του 20 αιώνα[17]. Το παρακάτω απόσπασμα από το έργο Βασανιστήρια και Εξουσία του Κυριάκου Σιμόπουλου δίνει μία χαρακτηριστική εικόνα της διαπόμπευσης και της συμμετοχής του κοινού σε αυτή:

«πριν από τη διαπόμπευση (…) μαστίγωναν σκληρά τον κατάδικο, τον κούρευαν, τον ξούριζαν (μαλλιά, γένεια, μουστάκι, φρύδια), μουτζούρωναν το πρόσωπο του με καπνιά ή το άλειφαν με πίσσα, τον στεφάνωναν με μια πλεξάνα σκόρδα, τον τύλιγαν με βρωμερά άντερα από το χασαπιό, κρεμούσαν στο λαιμό του σαπιοκοιλιές και στους ώμους του κουδούνια. Κατά την περιαγωγή του στους δρόμους και στην αγορά ή στον Ιππόδρομο κάθιζαν το θύμα γυμνό ή ημίγυμνο σε γάϊδαρο, παλιομούλαρο, ψωριασμένη καμήλα, ανάστροφα και το υποχρέωναν να κρατάει την ουρά του υποζυγίου. Στην πομπή που σχηματιζόταν προπορεύονταν σαλπιγκτές και διαλαλητές. Και το πλήθος των συγκεντρωμένων περίεργων του πετούσαν στο πρόσωπο λάσπες και ανθρώπινες ακαθαρσίες, άδειαζαν πάνω του δοχεία με ούρα, τον χτυπούσαν στο στόμα με βορβορώδη εντόσθια σφαγίων. Μουτζούρωναν παλάμες και δάχτυλα με την καπνιά και τη γάνα των τσουκαλιών και των τζακιών, ζύγωναν τον «γαϊδουροκαθισμένο» και τον πασάλειβαν. Τον έφτυναν, τον πετροβολούσαν, τον χτυπούσαν με ραβδιά και μαστίγια, τον έβριζαν, τον λοιδορούσαν. Βασανισμοί πολλαπλοί και πολυώδυνοι. Σωματικό μαρτύριο και ψυχική εξουθένωση»[18].

Η παραπάνω αναφορά παρουσιάζει ένα διττό χαρακτήρα. Από τη μία πλευρά παρέχει μία χαρακτηριστική εικόνα της σκληρής πραγματικότητας της διαπόμπευσης που βίωνε το θύμα και την έντονη συμμετοχή του κοινού που έγκειται στον κοινωνικοποιημένο ρόλο της ποινής, καθώς το κοινό γινόταν ταυτόχρονα συμμέτοχο και συνένοχο. Από την άλλη πλευρά, έχει συγκεντρωμένα πολλά στοιχεία που εμπίπτουν στη λαογραφική μελέτη, καθώς οι σκηνές της διαπόμπευσης, όπως φαίνεται στο παράδειγμα, αποτελούν πηγή ορισμένων νεοελληνικών λέξεων, φράσεων και παροιμιών. «Θ’ ακούσεις τις μπομπές σου», «είναι για το γάιδαρο καβάλα», «τον γαϊδουροκάθισαν», «τούχεσε το γάιδαρο», «θα σε συγυρίσω», από το βυζαντινό «συγύρισμα», περιφορά στους δρόμους, «έγινε βούκινο», από τους προπομπούς σαλπιγκτές. Επίσης το «μουντζώνω» έχει τη ρίζα του στη βυζαντινή «μούζα», που σημαίνει καπνιά και στάχτη»[19]. Σε όλες τις κοινωνίες τα θεάματα φρίκης, οι δημόσιες θανατώσεις και εκπομπεύσεις προκαλούσαν ερεθισμό της περιέργειας και μεγάλη συρροή για «ψυχαγωγία». Σε παρόμοιες επιδείξεις κατέφευγε η εξουσία για την κατατρομοκράτηση του λαού και για παραδειγματισμό[20]. Ο αποκεφαλισμός ως πρακτική θανάτωσης και η κεφαλοφορία με τη δυναμική της διαπόμπευσης υπήρξαν γνώριμες πρακτικές του ανθρώπου. Η παρουσία τους εντοπίζεται, αρχικά, στην αρχαιότητα, λαμβάνει γενικότερα χαρακτηριστικά στο Βυζάντιο, υιοθετείται, εν συνεχεία, στην τουρκοκρατία και μεταπηδά, τέλος, στην απελευθέρωση του 1821 όπου διατηρείται μέχρι την περίοδο της Κατοχής και του εμφυλίου.




Οι δύο (2) φωτογραφίες αντλήθηκαν από την πηγή: 
http://kokkinosfakelos.blogspot.gr/2010/12/blog-post_23.html




[1] Χαραλαμπίδης 1989, 37.
[2] Χαραλαμπίδης 1989, σελ. 38.
[3] Χαραλαμπίδης 1989, σελ. 39.
[4] Σιμόπουλος 1987, 9-20.
[5] Χαραλαμπίδης 1989, 40.
[6] Σιμόπουλος 1987, 423.
[7] Χαραλαμπίδης 1989, 82-83.
[8] Σιμόπουλος 1987, 399-400.
[9] Σιμόπουλος 1987, 422-427.
[10] Σιμόπουλος 1987, 428.
[11] Σιμόπουλος 1987, 429.
[12] Σιμόπουλος 1987, 432.
[13] Σιμόπουλος 1987, 437.
[14] Σιμόπουλος 1987, 438.
[15] Σιμόπουλος 1987, 255.
[16] Σιμόπουλος 1987, 255.
[17] Σιμόπουλος 1987, 256.
[18] Σιμόπουλος 1987, 256-257.
[19] Σιμόπουλος 1987, 270.

[20] Σιμόπουλος 1987, 272.

1 σχόλιο: