Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Οι «Συγγενείς» επιστήμες και η σχέση τους με την Ιστορία



Παράθεμα από την εξαμηνιαία εργασία με τίτλο: Συλλογική Μνήμη και Προφορική Ιστορία, Η παραδειγματική περίπτωση του Γρηγορίου Παπαλεξανδρή.
Μάθημα: "Συλλογική μνήμη και Ταυτότητες".
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2011.



Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος


Οι «Συγγενείς»  επιστήμες και η σχέση τους
με την Ιστορία

[Λαογραφία-Ανθρωπολογία]



Είναι κοινά αποδεκτό σήμερα ότι η λαογραφία και η ανθρωπολογία ως κοινωνικές επιστήμες βρίσκονται στο ίδιο πλαίσιο αναφοράς. Με κοινά θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία συμπορεύονται προς τον ίδιο στόχο που δεν είναι άλλος από τη μελέτη του πολιτισμού μιας κοινωνίας. Τα κοινά σημεία επαφής των δύο επιστημών τις έδωσαν το χαρακτηριστικό τίτλο «συγγενείς επιστήμες»[2]. Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκονται και οι επιστήμες της εθνολογίας, εθνογραφίας και κοινωνιολογίας οι οποίες μπορούν κάλλιστα να ενσωματωθούν στον παραπάνω τίτλο. Οι προαναφερθείσες επιστήμες, ως ανθρωπιστικές, έχουν ή θα πρέπει να έχουν άμεση συνάφεια και με μία άλλη ανθρωπιστική επιστήμη, την ιστορία. Όσο αφορά την τελευταία, αυτή υπήρξε πάντοτε κομβικό σημείο που βοήθησε ποικιλοτρόπως στους στόχους που κατά καιρούς ανέλαβαν οι παραπάνω επιστήμες. Από τη γένεσή τους κάθε μία από τις ανθρωπιστικές επιστήμες για διαφορετικούς στόχους και σκοπούς λάμβαναν ιδιαίτερα υπόψη τους την ιστορία. Κάθε φορά η διαλεκτική μεταξύ των συγγενών επιστημών με την ιστορία έπαιρνε διαφορετική μορφή.
   Η ανθρωπολογία στο ξεκίνημά της, αρχές του 19ου αιώνα, στην προσπάθειά της να ανακαλύψει τους νόμους που διέπουν την ανθρώπινη φύση και την εξέλιξη των πολιτισμών, γεγονός που αποσκοπούσε στην αποικιοκρατική πολιτική της Δύσης[3] ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την ιστορία. Οι ιστορικοί με την αδυναμία τους να μελετήσουν και να ερμηνεύσουν τους πολιτισμούς χωρίς γραφή και γραπτές πηγές, ανάθεσαν στην ανθρωπολογία την επιτέλεση αυτού του έργου, δηλαδή, την παρατήρηση και συλλογή στοιχείων προς ερμηνεία[4]. Κατά κάποιο τρόπο αυτό αποτέλεσε το πρώτο σημείο συνάντησης της Ανθρωπολογίας με την Ιστορία. Η παραχώρηση από τους ιστορικούς στην ανθρωπολογία τη μελέτη των πρωτόγονων πολιτισμών, δεν σήμαινε απαραίτητα πως τίθεται θέμα κατωτερότητας της ανθρωπολογίας σε σχέση με την ιστορία, αλλά επρόκειτο για θέμα προτεραιοτήτων στο πλαίσιο του οποίου η ιστοριογραφία της εποχής εκείνης αναζητούσε και λάμβανε ως αξιόπιστες μόνο τις γραπτές πηγές[5]. Μέχρι και τον 20ο αιώνα στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκονται οι επίσημες γραπτές πηγές[6]. Ένα δεύτερο σημείο συνάντησης της ανθρωπολογίας με την ιστορία που κατά τον Levis Strauss αποτελεί το «κρυφό εσωτερικό δράμα» των δύο επιστημών, είναι η έννοια του χρόνου. Το νεοεκδοθέν στην Ελλάδα, βιβλίο του Levis-Strauss, Δομική ανθρωπολογία, αναφέρει πως η ανθρωπολογία είναι προσκολλημένη στην συγχρονία όσον αφορά στις μελέτες της για τις κοινωνίες και εκεί ορίζεται το προβληματικό σημείο σε σχέση με την ιστορία, όπου η τελευταία ενδιαφέρεται για την διαχρονία των φαινόμενων στις κοινωνίες που μελετά. Στο ίδιο βιβλίο ο συγγραφέας τονίζει πως το πρόβλημα έγκειται στις διαφορετικές θεωρίες που κατά καιρούς ακολούθησε η Ανθρωπολογία. Αρχικά η ανθρωπολογία αντιμετώπιζε το πρόβλημα των «επιβιωμάτων» όντας κάτω από το πέπλο του εξελικτισμού, γεγονός που την έκανε να ακολουθήσει μία γραμμική πορεία στην ερμηνεία της. Στη συνέχεια επηρεασμένη από τον λειτουργισμό που εισήγαγε ο Malinowski  μελετούσε τις κοινωνίες αχρονικά, γεγονός που απογύμνωνε τις κοινωνίες από το ιστορικό τους πλαίσιο. Καταλήγοντας, ο Levis-Strauss αναφέρει πως:

«μόνο όταν θα αρχίσουν (ανθρωπολογία και ιστορία) να συνεργάζονται από κοινού στη μελέτη των σύγχρονων κοινωνιών θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τα πορίσματα της συνεργασίας τους και να πειστούμε ότι και εδώ, όπως και αλλού, καμία από τις δύο δεν μπορεί να επιτύχει το παραμικρό δίχως την άλλη» [7].

Με λίγα λόγια ο Levis Strauss αφήνει έμμεσα να νοηθεί πως η διεπιστημονικότητα και η αλληλεγγύη των δύο κλάδων είναι το ζητούμενο.
   Η επιστήμη της λαογραφίας και ειδικότερα η ελληνική λαογραφία διέγραψε κατά κάποιο τρόπο παρόμοια πορεία με την Ανθρωπολογία. Από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τα μέσα του 20ου αιώνα ο προσανατολισμός της ελληνικής λαογραφίας ήταν καθαρά Εθνικός[8]. Επηρεασμένη από τον εθνοκεντρισμό, παράγωγο του οποίου ήταν η εξελικτική θεωρία και η θεωρία των επιβιωμάτων, η ελληνική λαογραφία βρισκόταν σε ένα συνεχή αγώνα προς εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων. Το χαρακτηριστικότερο γεγονός που αποτέλεσε τη γένεση της λαογραφίας στον ελληνικό χώρο, υπήρξε κατά κάποιο τρόπο το όνομα  Fallmerayer[9]. Η λεκτική επίθεση του τελευταίου με τη φράση:

«στις φλέβες του Χριστιανικού πληθυσμού της Ελλάδας δε ρέει ούτε μία σταγόνα γνήσιου και καθαρού αίματος Ελλήνων»[10]

προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων που κινητοποίησε τους λόγιους της εποχής προς μία αντεπίθεση ή ακόμη καλυτέρα απόκρουση των παραπάνω κατηγοριών. Έτσι στον ελληνικό χώρο ξεκίνησε μία βεβιασμένη κινητοποίηση συλλογής παραδοσιακού υλικού (δημοτικά τραγούδια, αινίγματα, έθιμα, παραμύθια κτλ.) τα οποία στη συνέχεια θα αποσκοπούσαν στην απόδειξη ότι αποτελούν «επιβιώματα» του παρελθόντος, γεγονός που θα αποτελούσε μία αρεστή απόδειξη της συνέχειας του ελληνισμού από την αρχαιότητα και ότι ορθός οι Έλληνες έχουν το συγκεκριμένο όνομα. Στην ίδια πορεία η λαογραφία συνέχιζε και στα μετέπειτα χρόνια, παρ’ όλου που ο κίνδυνος «Fallmerayer» έπαψε να υφίσταται. Σύμφωνα με τον εθνικό προσανατολισμό η λαογραφία ενδιαφερόταν για τη διαχρονία στο πλαίσιο της συνέχειας του κράτους και για ένα ιστορικό χρόνο με καθαρά γραμμική αντίληψη. Αυτή ήταν σε τελική ανάλυση η σχέση της ελληνικής λαογραφίας με την ιστορία, γεγονός που χαρακτηρίστηκε ως ψευδο-ιστορικότητα[11]. Στις αρχές του 20ου αιώνα η ελληνική λαογραφία έγινε πλέον επίσημη επιστήμη. Το 1908 καθιερώνεται επίσημα το όνομά της στο πλαίσιο της «Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας» από τον Νικόλαο Πολίτη, που θεωρείτε συν τοις άλλοις «πατέρας» της. Πριν το προαναφερθέν έτος δεν υπήρχε ο όρος Λαογραφία, περιορίζονταν στους όρους «Παραδόσεις», «Ήθη» κτλ. στην περίπτωση που αναφερόταν θέματα σχετικά με την παράδοση[12]. Ούτε στα επόμενα χρόνια η ελληνική λαογραφία έκοψε τα δεσμά που την κρατούσαν στενά δεμένη με το αρχαίο παρελθόν. Η μεθοδολογία της όντας καθαρά λημματογραφική χρησιμοποιούσε την ιστορία επιλεκτικά και αναγωγικά. Με λίγα λόγια, ο χρόνος της ιστορίας στο πλαίσιο των λαογραφικών μελετών στις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρξε «χρόνος της Εθνικής συνέχειας». Το γεγονός αυτό πιστοποιείται και από άλλους Έλληνες Λαογράφους όπως ο Στίλπων Κυριακίδης και Γεώργιος Μέγας.
   Ένα ιδιαίτερο παράδειγμα που αφορά στον εθνικό προσανατολισμό της λαογραφίας και δίνει μία ξεκάθαρη εικόνα στη χρήση της ιστορίας για «εθνικούς σκοπούς», προέρχεται από τη μελέτη του Γεώργιου Μέγα, Η Ελληνική Οικία, Ιστορική αυτής εξέλιξις και σχέσις προς την οικοδομίαν των λαών της Βαλκανικής[13]. Η συγκεκριμένη μελέτη προέκυψε το 1949, σε μία κρίσιμη για την Ελλάδα εποχή, καθώς το ελληνικό κράτος μόλις έβγαινε από τα δεινά του Δεύτερου Παγκόσμιου και του Εμφυλίου πολέμου. Το πρώτο στοιχείο της εργασίας που υποδηλώνει την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων αντλείται από την ίδια την εκδοτική πράξη που υλοποιήθηκε από το Υπουργείο Ανοικοδομήσεως. Δεύτερο στοιχείο, που υποδηλώνει με τον καλύτερο τρόπο το σκοπό της μελέτης, προέρχεται από τον πρόλογο που συντάσσει ο Κ. Δοξιάδης διευθυντής του Υπουργείου:

«Την στιγμή αυτήν της Ανασυγκροτήσεως της Χώρας εκ των ερειπίων κολοσσιαίαν έχει σημασίαν η ανοικοδόμησις των οικισμών αυτής».

Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται ο ρόλος και ο στόχος του Μέγα: η προσπάθειά του να μελετήσει την ελληνική οικία, να αναγάγει την τελευταία στην αρχαία Ελλάδα, όπως επίσης και να αποδείξει πως οι οικίες των γειτονικών χωρών Αλβανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, δεν έχουν τυχαία την ίδια τεχνοτροπία με αυτήν των ελληνικών οικιών, αλλά πρόκειται για «δανεισμένη» τεχνοτροπία που υποδηλώνει το ελληνικό στοιχείο σε όλη τη Βαλκανική περιοχή. Το στόχο αυτό βέβαια τον πέτυχε σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Για ακόμη μία φορά βλέπουμε την ελληνική λαογραφία να παίζει καλά τον ρόλο που είχε μάθει από τη γένεσή της. Εκείνη τη δύσκολη εποχή, όπου ένας μεγάλος αριθμός ελληνικών οικιών είχαν καταστραφεί από τους πολέμους που προηγήθηκαν, η Ελλάδα χρειαζόταν άμεσα οικονομική υποστήριξη. Εκεί ορίζεται σε τελική ανάλυση ο σκοπός και στόχος της μελέτης του Μέγα, διότι όπως καλά γνωρίζουμε, στα επόμενα χρόνια η Ελλάδα δέχτηκε τεράστια οικονομική βοήθεια στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ[14].
   Σημείο αναφοράς για τα δεδομένα της ελληνική λαογραφίας αποτέλεσε η δεκαετία του 1950 και γενικότερα όλη η εποχή που χαρακτηρίζεται ως μεταπολεμική. Σε αυτή τη χρονική στιγμή ορίζεται η καθιερωτική στροφή που ακολούθησε η λαογραφία με αποτέλεσμα το λύσιμο των δεσμών της με τη συνέχεια του παρελθόντος. Ο προσανατολισμός της διαφοροποιήθηκε εν μέρη και έπαψε πλέον να βρίσκεται σε μία αέναη προσπάθεια αναγωγής των λαογραφικών στοιχείων στην αρχαιότητα. Η λαογραφία πλέον στρέφει την προσοχή της στην κοινωνία στο πλαίσιο ενός νέου – κοινωνικού αυτή τη φορά – προσανατολισμού. Το γεγονός αυτό δεν προέκυψε τυχαία αλλά οφείλεται στη συνάντηση της λαογραφίας με μία συγγενή ανθρωπιστική επιστήμη, την ανθρωπολογία. Η πρώτη εμφάνιση της επιστήμης της ανθρωπολογίας στον ελληνικό χώρο γίνεται τη δεκαετία του 1950. Η έλευση των ανθρωπολόγων στον ελληνικό αγροτικό χώρο έφερε εκτός των άλλων, τη μέθοδο της επιτόπιας έρευνας, με την οποία η ελληνική λαογραφία ουδέ μία σχέση είχε μέχρι πρότινος. Το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε στην θεωρία και μεθοδολογία της ανθρωπολογίας εκείνης της εποχής, χαρακτηριζόταν από έντονο ενδιαφέρον προς το κοινωνικό επίπεδο μίας κοινωνίας ή κοινότητας υπό μελέτη. Έτσι αποδεικνύεται σε τελική ανάλυση ο κοινωνικός προσανατολισμός της λαογραφίας, καθώς η τελευταία επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την ανθρωπολογία στο επίπεδο της θεωρίας και μεθοδολογίας[15].
   Η επιστήμη της ιστορίας από την άλλη πλευρά, στην ίδια εποχή, διέγραφε μία παρόμοια πορεία προς το κοινωνικό στοιχείο. Το γεγονός αυτό επικαθορίζεται από την «νέα ιστορία» της σχολής των Annales που στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της τελευταίας, υπήρξε η κοινωνική και οικονομική ιστορία σε αντίθεση με την πολιτική ιστορία που χαρακτήριζε τα ενδιαφέροντα της γερμανικής ιστορικής σχολής. Για την επιτέλεση του στόχου της η «νέα ιστορία», δανείστηκε τη μέθοδο της επιτόπιας έρευνας από την ανθρωπολογία. Η μελέτη του κοινωνικού στοιχείου μιας κοινωνίας χρειαζόταν μία ολιστική προσέγγιση του πεδίου, που μόνο με τη διαρκή παραμονή σε μία κοινωνία θα προέκυπτε ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Για μία ακόμη φορά η μεθοδολογία της ανθρωπολογίας (επιτόπια έρευνα) δημιουργεί δυνατούς δεσμούς μεταξύ των συγγενών επιστημών[16]. Όπως θα διαπιστώσουμε στο επόμενο κεφάλαιο η επιτόπια έρευνα ως μεθοδολογικό εργαλείο αποτέλεσε βασικό παράγοντα και για μια άλλη μορφή ιστορίας την Προφορική Ιστορία.
   Το 1982 η Άλκης Κυριακίδου Νέστορος, αναφέρει στη σχετική μελέτη της για την ιστορική και ανθρωπολογική προσέγγιση της Μεσογείου (Blue Plan) ότι:

«η ανθρωπολογία και η ιστορία είναι πια οι καλύτεροι φίλοι».

Παρά τη διαφοροποίησή τους που εντοπίζεται στο σημείο εκκίνησης της κάθε μίας και στη διαφορετική οπτική γωνία, μικροκλίμακα (αγροτική κοινότητα) για την ανθρωπολογία και μακροκλίμακα για την δεύτερη, οι δύο επιστήμες συναντιόνται στο επίπεδο της μεθοδολογίας και της διεπιστημονικότητας στο πλαίσιο των ανθρωπιστικών σπουδών που υπηρετούν[17]
   Η συνάντηση της ιστορίας με την ανθρωπολογία στη δεκαετία του 1980 είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη θεωρητική μεταστροφή της τελευταίας και το χαρακτηρισμό της ως ιστορικοποιημένη ανθρωπολογία. Η νέα μορφή της ανθρωπολογίας λάμβανε υπόψη δύο νέους όρους, την κοινωνική εμπειρία και την κοινωνική πρακτική με τους οποίους συμπορεύτηκε. Όσον αφορά στην κοινωνική εμπειρία, αυτή διαμορφώνεται ως συλλογικές αναπαραστάσεις που συντελούν την κοινωνική μνήμη, την οποία διαχειρίζονται τα υποκείμενα της κοινωνίας στο πλαίσιο της κοινωνικής πρακτικής. Με λίγα λόγια, η κοινωνική εμπειρία αποτελεί τη βάση στην οποία διαμορφώνεται η κοινωνική πρακτική[18].
   Η δεκαετία του 1980 αποτέλεσε σημαντικό χρονικό πλαίσιο τόσο για την ανθρωπολογία όσο και για την ιστορία. Κατά κάποιο τρόπο η φαινομενική συγχώνευση των δύο επιστημών και ο κοινός τους ορίζοντας, που αφορούσε το κοινωνικό στοιχείο και το ρόλο του ατόμου ως ενεργό υποκείμενο σε μία κοινωνία[19], έθεσε νέους προβληματισμούς. Η εμφάνιση νέων εννοιών όπως υποκειμενικότητα και κοινωνική μνήμη θα μπορούσαν να μελετηθούν όχι μεμονωμένα, αλλά στο πλαίσιο της διαλεκτικής των δύο επιστημών. Η ιστορική οπτική και η ανθρωπολογική μεθοδολογία φέρνουν στο φως νέους προβληματισμούς και νέα πεδία μελέτης.
















[2] Ό όρος «συγγενείς επιστήμες» αφορά στις επιστήμες λαογραφία, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, εθνολογία και βέβαια ιστορία. Οι παραπάνω επιστήμες στην πορεία τους παρουσίασαν κοινά στοιχεία και κοινούς προσανατολισμούς. Η λαογραφία δέχτηκε ιδιαίτερη βοήθεια από τις υπόλοιπες επιστήμες, γεγονός που βοήθησε στην αλλαγή του προσανατολισμού της και στην εστίαση των μελετών της στο κοινωνικό στοιχείο. Η κοινωνιολογία με τις νεωτεριστικές ιδέες που ακολούθησε πλάι στον Μαρξισμό βοήθησε επίσης στην κοινωνική στροφή της λαογραφίας. Την ίδια βοήθεια προσέφερε και η Ανθρωπολογία. Στα πλαίσια του λειτουργισμού, δομισμού και της γενικότερης θεωρητικής σκοπιάς της τελευταίας, την οποία υιοθέτησε εν συνεχεία η ελληνική λαογραφία, και ξεκίνησε μία νέα πορεία προς την μελέτη της κοινωνίας. Η εθνολογία και εθνογραφία δάνεισαν τόσο στην ανθρωπολογία όσο και στη λαογραφία την επιτόπια έρευνα με συμμετοχική παρατήρηση, η οποία είχε αναπτυχθεί και ωριμάσει ως μεθοδολογία της πρώτης. Βλ.  Β. Νιτσιάκος, Προσανατολισμοί, Κριτική, Αθήνα 2008, σελ. 27-78, 147. και Β. Νιτσιάκος, Λαογραφικά ετερόκλητα, Οδυσσέας, Αθήνα 1997. σελ. 13-29.
[3] Το γεγονός που προκάλεσε τη γέννηση της ανθρωπολογίας ήταν κατά κάποιο τρόπο τα πολιτικά και ηθικοκοινωνικά προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα προβλήματα αυτά αφορούσαν στις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία) και την επεκτατική κυριαρχία τους στις νεοανακαλυφθείσες χώρες, με άκρως αποικιακό και εκμεταλλευτικό χαρακτήρα. Όντας οι Μεγάλες Δυνάμεις μπροστά στο εμφανές πρόβλημα της διαχείρισης και ρύθμισης των ανθρώπινων υποθέσεων του «νέου κόσμου», προέκυπτε ένα πρόβλημα που έχρηζε αντιμετώπισης. Εν ολίγοις, το ρόλο της επίλυσης του προβλήματος τον ανέλαβε η επιστημονική ανθρωπολογία, προσπαθώντας να μελετήσει τους νόμους της εξέλιξης των πολιτισμών. Mε τη γνωστοποίηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των νέων αυτών πολιτισμών και με την κατανόηση των μηχανισμών των κοινωνιών τους, θα δινόταν στους ευρωπαίους κυβερνήτες το πλεονέκτημα της άρτιας ρύθμισης των ανθρωπίνων υποθέσεων, με αποτέλεσμα την κατάλληλη διαχείρισή τους. Βλ. Α. Κυριακίδου Νέστορος, Η Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας, Εταιρία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 1978, σελ. 20.
[4] Το πεδίο μελέτης που προέκυψε από την αποικιοκρατική πολιτική της Δύση τον 19ο αιώνα και αφορά στο μη Δυτικό πολιτισμό, ήταν το πεδίο που έδρασε και αναπτύχθηκε η επιστήμη της ανθρωπολογίας. Σε τέτοιου είδους πολιτισμούς, η ιστορία αδυνατούσε να κάνει οποιαδήποτε ιστορική έρευνα και αναφορά, διότι, απουσίαζαν οι γραπτές πηγές που αποτελούσαν κατά κόρον την πηγή της ιστοριογραφίας. Έτσι οι ανθρωπολόγοι μέσο της προφορικότητας έρχονταν σε επαφή με στοιχεία και πολιτισμούς που παρέπεμπαν σε παλιές εθνικές και πολιτισμικές ιδιομορφίες. Βλ. M.Godelier, Μαριξιστικοί ορίζοντες στην κοινωνική ανθρωπολογία, τμ1, μτφρ. Θεόδωρος Παραδέλης, Gutenberg, Αθήνα 2005, σελ. 72-73.
[5] βλ. Στο ίδιο, σελ. 74.
[6] Το γεγονός αυτό απορρέει από το γενικότερο ενδιαφέρον της ιστοριογραφίας και των ιστορικών, σε θέματα σχετικά με την πολιτική. Θέμα της ιστορίας στο πλαίσιο του χρόνου αποτελούσαν εξολοκλήρου οι δυναστείες και βασιλείες. Θεματικές ενότητες που αφορούν σε απλούς ανθρώπους και ζητήματα σχετικά με τη ζωή και τις δράσεις αυτών, παραλείπονταν ή θεωρούνταν ελάχιστης σημασίας. Για το λόγο αυτό οι γραπτές αναφορές που προέκυπταν από τους ιστορικούς, αφορούσαν στο σύνολό τους, σε γενικά θέματα σχετικά με την εξουσία. Η ανυπαρξία των γραπτών πηγών τις καθημερινής ζωής των ανθρώπων, απουσιάσει, ακριβώς, για τον παραπάνω λόγο. Όσο πιο τοπικό, προσωπικό και ανεπίσημο ήταν ένα έγγραφο, τόσο πιο απίθανη ήταν η διάσωσή του. Βλ. P. Thompson, Φωνές από το παρελθόν, προφορική ιστορία, Πλέθρον, (επιμ.) Κ. Μπάδα – Ρ. Βαν. Μπούσχοτε, μτφρ. Ρ. Βαν
Μπούσχοτεν – Ποταμιανός, Αθήνα 2008, σελ. 31-32.
[7] Cl. Levi-Strauss, Δομική Ανθρωπολογία, μτφρ. Θεόδωρος Παραδέλης, Κέδρος, Αθήνα 2010, σελ. 13-43.
[8] Ο όρος «εθνικός προσανατολισμός» της λαογραφίας, αφορά στη στρατευμένη θέση που παρουσίαζε από την γένεσή της ως και τα μέσα του 20ού αιώνα. Συνέχεια του έθνους, εθνική κλίμακα, λημματογραφική μέθοδο για γεωγραφικές και ιστορικές αναγωγές και συγκρίσεις, ψευδο-ιστορικότητα, είναι ορισμένες διαπιστώσεις που αφορούν στον εθνικό προσανατολισμό της λαογραφίας που εστίαζε στην ενότητα και αυτεπίγνωση του έθνους. Β. Νιτσιάκος, Προσανατολισμοί, Κριτική, Αθήνα 2008. σελ. 27-30.
[9] Οι κατηγορίες του Φαλμεράγιερ, για τις καταβολές του αίματος των Ελλήνων, επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό του Έλληνες λόγιους, οι οποίοι προσπάθησαν μέσο της μελέτης του λαϊκού, κυρίως, πολιτισμού, να αποδείξουν το αντίθετο. Η παραπάνω κατηγορία αποτέλεσε ιδιαίτερη προσβολή την εποχή εκείνη, διότι, η ρομαντική έννοια του έθνους, λαμβάνοντας υπόψη το Ρομαντικό κίνημα που ακολουθούσαν οι λόγιοι εκείνη την εποχή, στηριζόταν καθαρά στη συνείδηση του αίματος. Το κοινό αίμα αποτελούσε το καθοριστικό στοιχείο για μια κοινή φυλή. Βλ. Α. Κυριακίδου Νέστορος, Η Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας, Εταιρία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 1978, σελ. 24-25.
[10] Φ. Φαλμεράγιερ, Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, μτφρ. Κωνσταντίνος Ρωμανός, Νεφέλη, Αθήνα 1984, σελ. 7.
[11] Ο όρος ψευδο-ιστορικότητα είναι ταυτόσημος με τον ιστορικισμό. Στο πλαίσιο της ιστορικής συνέχειας του έθνους και του εθνικού προσανατολισμού, η λαογραφία ενδιαφερόταν για τη διαχρονία και για τη γραμμική αντίληψη του χρόνου. Όλα αυτά προκύπτουν, βέβαια, από τη θεωρία του εξελικτισμού και των επιβιωμάτων, την οποία η ελληνική λαογραφία ακολουθούσε την εποχή εκείνη πιστά. Βλ. Β. Νιτσιάκος, Προσανατολισμοί, Κριτική, Αθήνα 2008. σελ. 28-29.
[12] Ο όρος λαογραφία στην Ελλάδα είχε αναφερθεί από τον Νικόλαο Πολίτη, όχι στην επίσημη μορφή της, αλλά στο πλαίσιο μίας Εγκύκλιου. Ο Νικόλαος Πολίτης όντας Γενικός Επιθεωρητής του Υπουργείου Παιδείας, το 1887, έστειλε εγκύκλιο στους εκπαιδευτικούς της χώρας προς συγκέντρωση λαογραφικού υλικού του τόπου τους. Στα πλαίσια αυτά για πρώτη φορά έγινε χρήση του όρου «Λαογραφία». Βλ. Δ. Λουκάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985, σελ. 66-67.
[13] Γ. Μέγας, Η Ελληνική Οικία, Ιστορική αυτής εξέλιξις και σχέσις προς την οικοδομίας των λαών της Βαλκανικής, Σειρά Εκδόσεων του Υπουργείου Ανοικοδομήσεως, Αθήνα 1949.
[14] Η άναρχη οικονομική ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός επηρέασαν εμφανώς τις οικονομικές δομές της Ελλάδας. Αυτό αντικατοπτρίστηκε στην κοινωνία και στο επίπεδο της πολιτισμικής της έκφρασης. Όσον αφορά στο οικονομικό ζήτημα, την ενίσχυση δηλαδή που δέχτηκε η Ελλάδα ώστε να ανακάμψει από την καταστροφή που υπέστη κατά τα χρόνια του πολέμου (1940-1949), σε αυτό βοήθησε το γνωστό σχέδιο Μάρσαλ. Επρόκειτο για ένα Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανάκαμψης με στόχο στην ανασύσταση της Ευρώπης με οικονομικά μέτρα. Πηγή των χρηματικών πόρων ήταν κυρίως οι ΗΠΑ όσο αφορά στην ελληνική ενίσχυση. Το μέγεθος της οικονομικής ενίσχυσης που έλαβε τότε η Ελλάδα ήταν το μεγαλύτερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα ανάλογα με τον πληθυσμό της, και επίσης, αθροιστικά, ήταν μεγαλύτερο από όλα τα δάνεια που έλαβε η χώρα από το 1821 έως το 1930. Επομένως, το ποσό αυτό είχε μεγάλη σημασία για την Ελλάδα και δεν περιορίστηκε μόνο στην οικονομική της ανάκαμψη, αλλά είχε και ψυχολογική σημασία διότι συνέδεε την Ελλάδα με τη δυτική οικονομία και την κοινότητα των βιομηχανικά αναπτυσσόμενων κρατών. Βλ. στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ιστ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σελ. 224.
[15] Β. Νιτσιάκος, Προσανατολισμοί, Κριτική, Αθήνα 2008. σελ. 27-35.
[16] Η διεύρυνση του πεδίου της ιστορίας, προς το κοινωνικό στοιχείο και τη συνολική μελέτη της ανθρώπινης εμπειρίας, κατέστησε απαραίτητη τη χρήση της επιτόπιας έρευνας με συμμετοχική παρατήρηση. Με τον τρόπο αυτό οι ιστορικοί έρχονται σε επαφή με τον απλό κόσμο, γεγονός που βοήθησε στη καλύτερη μελέτη των τελευταίων. Βλ. Α. Κυριακίδου Νέστορος, Λαογραφικά Μελετήματα, τμ 2, Πορεία, Αθήνα 1993, σελ.253.
[17] Αλκ. Κυριακίδου Νέστορος, Λαογραφικά Μελετήματα, τμ.2, Πορεία, Αθήνα 1993, σελ. 192-193.
[18] Σ. Δημητρίου - Κοτσώνη, Σ. Δημητρίου, Ανθρωπολογία και Ιστορία, Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σελ. 116-117.
[19] Η νέα οπτική της ανθρωπολογίας προς τη μελέτη του υποκειμένου, ως ενεργό, στο πλαίσιο της κοινωνίας, διαφοροποιείται από την προϊούσα ντυρκεμιανή παράδοση. Η ντυρκεμιανή παράδοση μελετούσε το άτομο λαμβάνοντας υπόψη την παθητική του διάσταση στην κοινωνία, γεγονός που έχει τις καταβολές τους στη δομική προσέγγιση. Η νέα ανθρωπολογία αναζητώντας μία σφαιρική οπτική για την εικόνα της κοινωνικοπολιτισμικής πραγματικότητας και τις ενέργειες του ατόμου μέσα στη τελευταία, θεωρεί το άτομο ως ενεργό ων, το οποίο δρα σε εντενέργεια με τις κοινωνικές δομές.  βλ. στο ίδιο, όπ. σελ. 114.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου