Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Η θεωρία του Λειτουργισμού και η Κοινωνική Ανθρωπολογία



Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος

Η θεωρία του Λειτουργισμού 
και η Κοινωνική Ανθρωπολογία

Ο Διαφωτισμός του 19ου αιώνα αποτέλεσε το κατάλληλο κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν οι ανθρωπιστικές επιστήμες συμπεριλαμβανομένης και της επιστήμης της κοινωνικής ανθρωπολογίας. Την ίδια εποχή, υπό το γενικότερο πλαίσιο της αποικιοκρατικής πολιτικής της Δύσης, η εν λόγω επιστήμη, καθοδηγούμενη από  τη θεωρητική σκοπιά του εξελικτισμού ή από τη θεωρία της πολιτισμικής διάχυσης, προσπάθησε να μελετήσει τις πρωτόγονες κοινωνίες, οι οποίες υπάγονταν κάτω από την πολιτική, οικονομική και πνευματική κυριαρχία της Δύσης[1]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η επιστήμη της ανθρωπολογίας αναδύεται μέσα από ένα αποικιοκρατικό κλίμα διατηρώντας στενούς δεσμούς με τη γενικότερη ιδεολογία της εποχής, το Διαφωτισμό.
   Από τη μία πλευρά, η θεωρία του εξελικτισμού, έτσι όπως την ακολούθησε η κοινωνική ανθρωπολογία, προσπάθησε να πιστοποιήσει την ανωτερότητα της Δύσης έναντι των πρωτόγονων κοινωνιών, στηριζόμενη στο γεγονός της παγκόσμιας εξέλιξης και στην ανοδική εξελικτική πορεία από χαμηλότερα σε υψηλότερα στάδια πολιτισμού. Με τον τρόπο αυτό, επικαθορίζεται ο εκπολιτιστικός ρόλος της αποικιοκρατίας. Από την άλλη πλευρά, η θεωρία της διάχυσης, προσπαθεί να ερμηνεύσει την εξέλιξη της ανθρωπότητας, όχι μέσω της επιβίωσης των πολιτισμικών στοιχείων, όπως προτείνει ο εξελικτισμός, αλλά μέσω της διάχυσης αυτών, από ένα συγκεκριμένο χρονικό και χωρικό πλαίσιο, που το ονομάζει κέντρο διάδοσης του πολιτισμού, προς τους υπόλοιπους πληθυσμούς[2].
   Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι σημαντικές ανακατατάξεις σε παγκόσμια κλίμακα (απελευθερωτικά κινήματα, επαναστατικοί αγώνες) όπως επίσης οι αντιπαραθέσεις μεταξύ - επιστήμης και ιδεολογίας - θεωρίας και πρακτικής - καθιέρωσαν το αντικείμενο διαπραγμάτευσης της ανθρωπολογίας, ως τη μελέτη των κοινωνικών μετασχηματισμών. Ως εκ τούτου, στα τέλη του 19 προς τις αρχές του 20 αιώνα, εμφανίζεται η θεωρία του λειτουργισμού την οποία ακολούθησε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η επιστήμη της κοινωνικής ανθρωπολογίας. Αρχικά, ο λειτουργισμός εμφανίζεται ως αντίδραση και κριτική στη θεωρία του εξελικτισμού και της «πολιτισμικής διάχυσης[3]. Οι δύο τελευταίες, με την αδυναμία τους στο επίπεδο των ατεκμηρίωτων υποθέσεων ως προς την εξέλιξη των πολιτισμών, χαρακτηρίσθηκαν από το λειτουργισμό και ειδικότερα από τον ανθρωπολόγο Radcliffe Brown, ως ψευδοϊστορικές και ψευδοαιτιακές[4]. Πλέον ο νέος ρόλος της κοινωνικής ανθρωπολογίας, υπηρετικός των κοινωνικών μετασχηματισμών ως απόρροια των γενικότερων κοινωνικο-ιστορικών μετασχηματισμών της εποχής, με τη βοήθεια της θεωρίας του λειτουργισμού και τη μέθοδο της επιτόπιας έρευνας, βοήθησε στις αποικιοκρατικές υποθέσεις της Δύσης. Εξάλλου, η θεωρία του λειτουργισμού συνδέεται με το σύστημα της «έμμεσης διακυβέρνησης» της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Επομένως, μέσω της επιτόπιας έρευνας, ως χαρακτηριστικού του λειτουργισμού, επιτυγχάνεται άμεσα η μελέτη της οικονομικής οργάνωσης και της πολιτιστικής αλλαγής[5] γεγονός που εξυπηρετούσε τη διακυβέρνηση της Βρετανίας.
   Η θεωρία του λειτουργισμού, δηλώνει ευθύς εξ αρχής, την άμεση κριτική της στάση έναντι του εξελικτισμού και της θεωρίας της διάχυσης, όχι μόνο στο επίπεδο της νομοτελειακής ιστορικής εξέλιξης που διατείνονταν οι δύο τελευταίες, αλλά και μέσω της απόρριψης κάθε ιστορικού προσανατολισμού στις μελέτες αυτών των κοινωνιών. Η κοινωνική ανθρωπολογία με θεωρητικό εργαλείο το λειτουργισμό, παραγκωνίζει το ιστορικό πλαίσιο της υπό μελέτη κοινωνίας, προσεγγίζοντάς την ανιστορικά, γεγονός που χαρακτήρισε τόσο την ίδια την επιστήμη όσο και τη θεωρία του λειτουργισμού, ως «συγχρονική»[6]. Η παραπάνω, ανιστορική προσέγγιση του λειτουργισμού, υιοθετημένου του τελευταίου, από την κοινωνική ανθρωπολογία, δικαιολογείται ως προς ένα βαθμό, από τη μεθοδολογική αλλαγή που συντελείτε στην ίδια εποχή, αρχές του 20ου αιώνα, τη μέθοδο της επιτόπιας έρευνας.
   Η επιτόπια έρευνα με συμμετοχική παρατήρηση ως διακριτικό γνώρισμα της ανθρωπολογίας της προαναφερθείσας εποχής, περιορίστηκε αποκλειστικά στη μελέτη των κοινωνιών  χωρίς γραφή. Η έλλειψη γραπτών πηγών, κειμένων, αρχείων, όλων αυτών των γνώριμων στοιχείων στους δυτικούς επιστήμονες, οδήγησε τους τελευταίους στο χαρακτηρισμό των υπό μελέτη κοινωνιών, ως κοινωνίες χωρίς γραφή. Επομένως, η έλλειψη της γραπτής ιστορίας των πρωτόγονων κοινωνιών απέκλισε την ιστορική προσέγγιση από την ανθρωπολογική έρευνα ενώ επέφερε σταδιακά την άμεση άρνησή της[7]. Τα πολιτισμικά στοιχεία μίας υπό μελέτη κοινωνίας, έτσι όπως προσεγγίζονται από τη θεωρία του λειτουργισμού, εκλαμβάνονται ως ολότητα και ανταποκρίνονται ή απευθύνονται στην εξυπηρέτηση μία ανάγκης, δηλαδή λειτουργίας, με απώτερο σκοπό τη συνοχή και διαιώνιση του συνόλου. Στο παραπάνω πλαίσιο, η αναφορά στην ιστορία απουσιάζει διότι η ερμηνεία των κοινωνικών-πολιτισμικών φαινομένων γίνεται με βάση τη λειτουργία τους, το ρόλο που διακατέχουν στο κοινωνικό σύστημα και τον τρόπο της μεταξύ τους διασύνδεσης[8]. Ο χαρακτηρισμός της κοινωνίας, εκ μέρους του λειτουργισμού, ως ζωντανό φυσικό οργανισμό, αποσκοπεί, επίσης, στη νομιμοποίηση της λειτουργίας των μερών του τελευταίου, προς την επίτευξη της διατήρησης της ισορροπίας του όλου. Ο προβληματισμός που η θεωρία του λειτουργισμού προσπαθούσε στο πλαίσιο κάθε κοινωνίας να απαντήσει, αφορά στη χρησιμότητα των διαφόρων στοιχείων της κοινωνίας (κοινωνικοί θεσμοί, κοινωνικές σχέσεις) στο επίπεδο της διατήρησης της κοινωνίας ως ολότητας και στη διερεύνηση της λειτουργίας τους για την εξασφάλιση της ομοιοστασίας των εν λόγω κοινωνιών. Ο λειτουργισμός χαρακτηρίστηκε ως θεωρία της αρμονίας, της ισορροπίας και της σταθερότητας, χαρακτηρισμοί που αποσκοπούν στην αποικιοκρατική πολιτικής της Δύσης. Το ζητούμενο της παραπάνω πολιτικής, υπήρξε η προβολή της εικόνας ενός σταθερού, ομοιογενούς, αρμονικού «πρωτόγονου» κόσμου των ιθαγενών, το οποίο διερευνήθηκε από την κοινωνική ανθρωπολογία με τη βοήθεια της θεωρίας του λειτουργισμού. Η διατύπωση από το λειτουργισμό, διαφόρων στατικών μοντέλων που παρουσιάζουν τις κοινωνίες αναλλοίωτες μέσα στο χρόνο εξυπηρετούσαν ακριβώς, τις παραπάνω ανάγκες της αποικιοκρατίας[9].
   Ο λειτουργισμός καθιερώθηκε από τον Bronislaw Malinowski, ο οποίος θεμελίωσε τον κλάδο της κοινωνικής ανθρωπολογίας στη Βρετανία, γεγονός που επιτεύχθηκε και σχετίζεται με την καθιέρωση της εντατικής επιτόπιας έρευνας σε μία εξωτική κοινωνία[10]. Για τον Malinowski «λειτουργία» σημαίνει πάντοτε ικανοποίηση μιας «ανάγκης», όπως για παράδειγμα η ικανοποίησης της ανάγκης του φαγητού[11]. Κάθε δραστηριότητα ή ανθρώπινη συμπεριφορά υπόκειται στην ικανοποίηση κάποιας ανάγκης του ανθρώπου. Παραδείγματος χάρην το μάζεμα φρούτων, το ψάρεμα, το κυνήγι αποσκοπούν στην συγκέντρωση πρώτων υλών οι οποίες στη συνέχεια θα καταλήξουν στο τραπέζι του ανθρώπου και θα αποτελέσουν το γεύμα του. Έτσι η ανάγκη της θρέψης ελέγχει μία τεράστια ποικιλία διαδικασιών. Οι διαδικασίες συλλογής της τροφής: γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία έτσι όπως μελετούνται από τους λειτουργιστές ανθρωπολόγους, εξετάζονται αναφορικά με την ικανοποίηση της βασικής βιολογικής ανάγκης της διατροφής[12]. Η διερεύνηση της ικανοποίησης των βιολογικών αναγκών ως περιεχόμενο του λειτουργισμού, έγκειται στο Malinowski, και αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, μετατροπή του περιεχομένου της έννοιας της λειτουργίας που αρχικά χρησιμοποίησε ο Ντυρκέϊμ. Ενώ ο Ντυρκέϊμ για παράδειγμα, αναφέρθηκε στον κοινωνικό σκοπό ενός θεσμού, ο Malinowski μετατρέπει τον «κοινωνικό σκοπό» σε «βιολογικό σκοπό»[13]. Για τον Malinowski, οι θεσμοί όπως και κάθε δραστηριότητα στο πλαίσιο ενός πολιτισμού, αποσκοπούν στην ικανοποίηση των αναγκών του ανθρώπου.
   Η θεωρία του λειτουργισμού, όπως αναφέραμε παραπάνω, είναι άμεσα συνυφασμένη με την έννοια της ισορροπίας του κοινωνικού συστήματος. Η θεώρηση αυτή συνδέεται με την ντυρκεμιανή εννοιολογική διάζευη κοινωνική δομή/κοινωνική αλλαγή. Οι κοινωνικές αλλαγές και οι μετασχηματισμοί στο πλαίσιο μίας κοινωνίας δε γίνονται αντικείμενο ανάλυσης από τους λειτουργιστές, ενώ οι πιθανές διαταραχές που σημειώνονται θεωρούνται προσωρινές και παρακάμπτονται. Σκοπός είναι η υπόδειξη  και προαγωγή της εικόνας μιας κοινωνίας αναλλοίωτης, εν στάση. Αυτή η αδυναμία του λειτουργισμού οφείλεται, ως ένα βαθμό, στη μικρή διάρκεια της επιτόπιας έρευνας (δώδεκα ως δεκαοχτώ μήνες) όπου, παρόλο τη ελάχιστη διάρκεια παραμονής τους στο πεδίο, οι λειτουργιστές επιστήμονες, διατυπώνουν συμπεράσματα που αντιστοιχούν σε παρατηρήσεις μεγαλύτερης χρονικής κλίμακας ενώ προσπαθούν να στηρίξουν σταθερές για τα πολιτισμικά στοιχεία που παρατήρησαν και να πιστοποιήσουν ότι τα τελευταία προέρχονται από μακρόβιες κοινωνικές σχέσεις και δομές[14]. Με λίγα λόγια, το εμπειρικό επίπεδο των λειτουργιστών, ως αποτέλεσμα της επιτόπιας έρευνας και του λειτουργικού θεωρητικού σχήματος που έχουν υιοθετήσει, τους καθιστά δέσμιους της ιδεατής αρμονικότητας που το τελευταίο προάγει, ώστε οι κοινωνικές εντάσεις και συγκρούσεις να εκλαμβάνονται ως επιλύσιμα προβλήματα. Από τη στιγμή που το ζητούμενο του λειτουργισμού είναι η κοινωνική συνοχή και διατήρηση του όλου, οι συγκρούσεις που ενδεχομένως να παρουσιάζονται σε μία κοινωνία, καταλύονται από τους μηχανισμούς σταθεροποίησης των σχέσεων αλληλεξάρτησης  των μερών, του οργανισμού-κοινωνία.



Ιωάννινα 2012




[1] Θ. Παραδέλλης, Προλεγόμενα στο Μπρονισλάβ Μαλινόφσκι, Σεξουαλικότητα και καταπίεση στην πρωτόγονη κοινωνία, μτφ. Α. Σταματοπούλου – Παραδέλλη, Καστανιώτη, Αθήνα 1976, σελ. 11.
[2] Θ. Παραδέλλης, ό.π., σελ. σελ. 13.
[3] Στο ίδιο, σελ. 12.
[4] Σ. Δημητρίου-Κοτσώνη – Σ. Δημητρίου, Ανθρωπολιγία και Ιστορία, Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σελ. 65.
[5] Θ. Παραδέλλης, στο ίδιο, ό.π., σελ. 13.
[6] Σ. Δημητρίου-Κοτσώνη – Σ. Δημητρίου, ό.π., σελ. 65.
[7] Στο ίδιο, σελ. 66.
[8] Θ. Παραδέλλης, στο ίδιο, ό.π., σελ. 14.
[9] Σ. Δημητρίου-Κοτσώνη – Σ. Δημητρίου, ό.π., σελ. 67.
[10] Α. Κούπερ, Ανθρωπολογία και Ανθρωπολόγοι, μτφ., Χ. Μιχαλοπούλου-Βέϊκου, Καστανιώτη, Αθήνα 2001, σελ. 33.
[11] B. Malinowski, Η θεωρία του λειτουργισμού, στο συλλογικό, Κοινωνική Ανθρωπολογία, μτφ., Ζ. Δρακοπούλου, Imago, Αθήνα 1994, σελ.125.  
[12] B. Malinowski, ό.π., σελ. 121.
[13] Θ. Παραδέλλης, στο ίδιο, ό.π., σελ. 15.
[14] Σ. Δημητρίου-Κοτσώνη – Σ. Δημητρίου, ό.π., σελ.70-71.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου