Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Λαϊκές κατοικίες και διακόσμηση σήμερα: Το παράδειγμα της Μελίβοιας


Παρουσίαση μεταπτυχιακής εξαμηνιαίας εργασίας
στο Μάθημα: "Θέματα Λαϊκής Τέχνης".
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων:
Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα "Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία-Λαϊκός Πολιτισμός".



Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος


Λαϊκές κατοικίες και διακόσμηση σήμερα: 
Το παράδειγμα της Μελίβοιας


Η παρούσα εργασία προέκυψε κατά προτροπή της κυρίας Μαρίνας Βρέλλη-Ζάχου, την οποία ευχαριστώ θερμά και πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος «Θέματα Λαϊκής Τέχνης». Ο τίτλος «Λαϊκές κατοικίες και διακόσμηση σήμερα: Το παράδειγμα της Μελίβοιας» δηλώνει, ευθύς εξαρχής, τόσο το θέμα πραγμάτευσης της εν λόγω εργασίας, όσο και τη γεωγραφική περιοχή, στην οποία αυτή αναφέρεται. Το χωριό Μελίβοια είναι ένας ημιορεινός οικισμός στις ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου, σε απόσταση 45 χιλιομέτρων βορειοανατολικά της Λάρισας και 10 βορειοανατολικά της Αγιάς. Ο πληθυσμός του κατά τα μέσα του προηγούμενου αιώνα κυμαίνονταν στα 1200 άτομα ενώ σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού δεν ξεπερνούν τους 400.

Η αισθητική ως προς τη διακόσμηση που απαντά στον προκαθορισμένο χώρο και συγκεκριμένα στις λαϊκές κατοικίες των κατοίκων, αφορά στην αισθητική κατηγορία του «κιτς». Η προσέγγισή μας, όμως, γίνεται σύμφωνα με κάποιους συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις. Δηλαδή, προσεγγίζουμε την αισθητική κατηγορία κιτς με μία ιδιαίτερη επιφύλαξη, απογυμνώνοντάς την από τις διαστάσεις τις κακογουστιάς και της χαμηλής αισθητικής, διαστάσεις που επισημαίνονται στη σχετική βιβλιογραφία. Η δική μας προσέγγιση περιορίζεται αποκλειστικά γύρω από την αναφορά και το χαρακτηρισμό ότι: «κίτς είναι η αισθητική αρρώστια του καταναλωτισμού». Έτσι, τονίζοντας τον εμπορευματικό και βιομηχανικό χαρακτήρα των διακοσμητικών αντικειμένων και επιμένοντας στην υπόθεση ότι το κιτς αποτελεί απόρροια του καταναλωτισμού· βάσει των στοιχείων αυτών, εντοπίζουμε την πηγή διαμόρφωσης της διακοσμητικής αισθητικής της κοινωνίας της Μελίβοιας, στο επίπεδο του κοινωνικο-οικονομικού μετασχηματισμού. Συνεπώς, η επιμέρους αναφορά μας στις τρείς βασικές περιπτώσεις που συντελούν στον παραπάνω μετασχηματισμό, εμπίπτει ακριβώς στον κύριο μεθοδολογικό προβληματισμό, για το πώς ο κοινωνικο-οικονομικός μετασχηματισμός της κοινωνίας της Μελίβοιας συνετέλεσε στη διαμόρφωση της υποφαινόμενης αισθητικής ως προς τη διακόσμηση.

Η εποχική αγρεργασία στην κοντινή κωμόπολη Αγιά. Η εξωτερική μετανάστευση προς τη Γερμανία, και τέλος, η εσωτερική μετανάστευση με κύριο προορισμό την πρωτεύουσα και τη Λάρισα, συνετέλεσαν στην οικονομική άνοδο και στη διαμόρφωση των καταναλωτικών αναγκών και προτύπων που παρήγαγαν τη συγκεκριμένη τάση και επιθυμία διακόσμησης, με αντικείμενα βιομηχανικά, ομοιογενή, σειριακά και ετερόκλητα ως προς τις θεματικές τους. Στο πλαίσιο αυτό, η αφθονία των διακοσμητικών αντικειμένων σε μαγαζιά της Αγιάς, της Λάρισας, ακόμη και της Μελίβοιας, με τα οποία έρχεται σε επαφή η συγκεκριμένη κοινωνία, πιστοποιεί όχι μόνο τον εμπορευματικό χαρακτήρα των αντικειμένων αυτών, αλλά την ομοιογενή αισθητική που υιοθετείται από τα μέλη της κοινωνίας.
Ως εκ τούτου, η αναφορά στην κατηγορία-όρο κιτς υπό το πλαίσιο της παρούσας εργασίας, δεν σχετίζεται με την αισθητική της κοινωνίας, αυτή καθεαυτή, αλλά με τον εμπορευματικό-βιομηχανικό χαρακτήρα των διακοσμητικών αντικειμένων, ως απόρροια του οικονομικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, στο πλαίσιο της μετάβασης από τις προκαπισταλιστικές στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Διάρθρωση της εργασίας

Ως προς τη διάρθρωση της εργασίας, αυτή χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται μία θεωρητική προσέγγιση του  θέματος, ενώ στο δεύτερο μέρος, γίνεται η ανάλυση και ερμηνεία των εθνογραφικών δεδομένων που προέκυψαν με την επίσκεψή μας σε 4 κατοικίες. Οι 4 κατοικίες, λοιπόν, και οι ιδιοκτήτες τους, λειτουργούν, μεμονομένα, ως χαρακτηριστικές παραδειγματικές περιπτώσεις διακόσμησης εσωτερικού χώρου, διότι η κάθε μία θίγει και αναδεικνύει βασικά σημεία του αρχικού μας προβληματισμού.

Θεωρητική και μεθοδολογική προβληματική

Η παρούσα εργασία εμπίπτει στο επιστημονικό πεδίο της λαογραφίας που μελετά τον υλικό  βίο και πολιτισμό. Συγκεκριμένα μας απασχολεί η κατηγορία «Υλικός βίος και τέχνη του λαού» δηλαδή,  μία, εκ των πέντε κατηγοριών διάταξης της ύλης, που εισήγαγε ο Γεώργιος Μέγας το 1947.
Το θέμα πραγμάτευσης που μας απασχολεί εδώ παρουσιάζει εξ αρχής μία σχετική ιδιομορφία. Ως προς το πρώτο συνθετικό της κατηγορίας «Υλικός βίος και τέχνη του λαού», τα διακοσμητικά αντικείμενα του εσωτερικού χώρου –ως κατεξοχήν αντικειμένου μελέτης του παρόντος πονήματος– όπως επίσης και η μελέτη της κατοικίας, εμπίπτουν στον προαναφερθέντα τομέα ανάλυσης του υλικού βίου. Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, για το δεύτερο συνθετικό «τέχνη του λαού», γεγονός που αποτελεί «σύγχυση» ως προς την προσέγγιση του αντικειμένου. Για το λόγο αυτό πρέπει να δηλώσουμε ευθύς εξ αρχής τη θέση μας, ώστε να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τα διακοσμητικά αντικείμενα απαλλαγμένα από τη βαρύτητα που προσδίδει ο όρος λαϊκή τέχνη.


 Μιλώντας για λαϊκή τέχνη ο Μιχάλης Μερακλής αναφερόταν συγχρόνως σε υλικά αντικείμενα καταταγμένα σε διάφορες ομάδες και κατηγορίες που καλύπτουν πρακτικές ανάγκες, και εκφραστικές μορφές. Έτσι, τόσο η χρηστικότητα όσο και η καλαισθησία των αντικειμένων –ως χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της λαϊκής τέχνης– μας οδηγεί στη διατύπωση του συμπεράσματος ότι τα διακοσμητικά αντικείμενα, νεωτερικής καταβολής, που κοσμούν από τη δεκαετία του 1970 και εξής τους εσωτερικούς χώρους των υπό μελέτη κατοικιών, δεν εμπεριέχουν καμία χρηστική αξία και πολύ περισσότερο δεν παρουσιάζουν την παραμικρή μορφή «λαϊκής τέχνης». Επομένως, δεν προσεγγίζουμε τα διακοσμητικά αντικείμενα ως αντικείμενα λαϊκής τέχνης, αλλά ως νεωτερικά διακοσμητικά που προσδίδουν αστικές επιρροές στην αισθητική μίας παραδοσιακής κοινωνίας. Συνεπώς, τα αντικείμενα που απαντώνται στο εσωτερικό των υπό μελέτη κατοικιών αποτελούν μία κατηγορία κιτς, διότι η επιλογή τους δεν πηγάζει από την προσωπική αισθητική του ατόμου, αλλά από την εμπορευματοποίηση των εν λόγω αντικειμένων, τον πολλαπλασιασμό και τη σειριακή συσσώρευσή τους στα εμπορικά καταστήματα της Αγιάς και της Λάρισας, τα οποία επισκέπτεται η κοινωνία της Μελίβοιας. Έτσι, το κιτς δεν σχετίζεται με την προσωπική αυταρέσκεια αλλά με κάτι που σου προτείνουν ως τέχνη.
Ο πολλαπλασιασμός του κιτς που απορρέει από τον βιομηχανικό πολλαπλασιασμό, από τον εκχυδαϊσμό των αντικειμένων, των δανεισμένων προτύπων από το παρελθόν, το εξωτικό, το λαϊκό, το φουτουριστικό, θεμελιώνει τη «μαζική κουλτούρα» της καταναλωτικής κοινωνίας. Ως εκ τούτου, μία πρώτη ερμηνεία ως προς τη γένεση της ανάγκης για διακόσμηση ενός χώρου μίας παραδοσιακής κατοικίας, υπόκειται στην καταναλωτική διάθεση των ατόμων, τα οποία, μέσω της επιρροής που δέχονται από τα καταναλωτικά πρότυπα της πόλης, εκλαμβάνουν αισθητικά στοιχεία πολύ διαφορετικά από την πολιτισμική πραγματικότητα της κοινωνίας στην οποία αναπτύσσονται. Η κοινωνική κινητικότητα με λίγα λόγια συνεισφέρει στη ζήτηση για την παραγωγή των ψευτο-αντικειμένων, στην οποία και οφείλεται η ραγδαία εμπορική διανομή τους


Μορφές κοινωνικής κινητικότητας και διαμόρφωση της αισθητικής
της κοινωνίας της Μελίβοιας

Εποχική αγρεργασία

Η πρώτη μορφή κινητικότητας, που συνιστά και το σημαντικότερο αίτιο του κοινωνικο-οικονομικού μετασχηματισμού της εν λόγω κοινωνίας, επιτυγχάνεται με την εποχική αγρεργασία, συνέπεια της ενσωμάτωσης του καπιταλισμού στη γεωργία. Για την ακρίβεια, η κοινωνία της Μελίβοιας, με την καθυστερημένη ενσωμάτωσή της στον καπιταλιστικό-αγροτικό τρόπο παραγωγής, βασίστηκε για περισσότερα από 40 χρόνια στην εποχική αγρεργασία στην ευρύτερη περιοχή του νομού Λαρίσης, με βασικότερη εποχική απασχόληση σε αγρεργασίες της αγροτικής περιοχής της Αγιάς. 






Η εξωτερική μετανάστευση

Στην ίδια εποχή, από τη δεκαετία του 1960 και εξής, η δεύτερη μορφή κινητικότητας ενός μέρους του πληθυσμού της Μελίβοιας έγκειται στο φαινόμενο της εξωτερικής μετανάστευσης που αφορούσε αρχικά στη μετανάστευση προς τον Καναδά και την Αυστραλία, και μετέπειτα στη Δυτική Γερμανία, γεγονός που συντέλεσε ουσιαστικά τόσο στη δημογραφική αποψίλωση του πληθυσμού όσο και στην κοινωνικό-οικονομική και ιδεολογική μεταβολή του. Το οικονομικό κεφάλαιο και η διαφορετική κουλτούρα που έφεραν οι μετανάστες κατά την επιστροφή τους στην Μελίβοια αποτέλεσε σημαντική διαφοροποίηση ως προς το οικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο.  

Η εσωτερική μετανάστευση

Τέλος, η τρίτη μορφή κινητικότητας προέρχεται από το γενικότερο εθνικό φαινόμενο της εσωτερικής μετανάστευσης και της αστικοποίησης, τα οποία, όπως στο σύνολο των αγροτικών κοινωνιών της Ελλάδας παρουσίασαν ιδιαίτερους μετασχηματισμούς, έτσι και στην αγροτική κοινωνία της Μελίβοιας η επιρροής τους έγινε αισθητή.

Όλα τα παραπάνω αφορούν στις μορφές κινητικότητας μεγάλου μέρους του πληθυσμού, γεγονός που συνετέλεσε καθοριστικά στην οικονομική άνοδο. Το φαινόμενο αυτό γίνεται εντονότερο από τη δεκαετία του 1970 και εξής, χάρη στην κινητικότητα των ατόμων της εν λόγω κοινωνίας, που πραγματώνει την επαφή της τελευταίας με την πόλη, όπου διαμορφώνονται συγκεκριμένοι τρόποι κατανάλωσης και –για να επανέλθουμε στο θέμα που μας αφορά– εκεί διαμορφώνεται η αισθητική των ατόμων η οποία διαφαίνεται, εν τέλει, στη διακόσμηση των κατοικιών τους. Έτσι, η διαμορφούμενη αισθητική των ατόμων ρυθμίζεται από τους μηχανισμούς της αγοράς και της διαφήμισης, οι οποίοι προκατασκευάζουν την αισθητική και το γούστο που οδηγούν στην υπερκατανάλωση των συγκεκριμένων αντικειμένων. Ενώ στο παρελθόν κάθε κοινωνία διαμόρφωνε, ανά εποχές, ένα ορισμένο ύφος σε κάθε μορφή τέχνης, σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε αντικείμενα με «πολιτισμικές» αντιφάσεις τα οποία μαρτυρούν μία πολιτισμική ποικιλομορφία, με το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα να δίδεται από τις πορσελάνινες κινεζικές μορφές που κοσμούν τον εσωτερικό χώρο ενός οικισμού τοποθετημένου στις παρυφές του Κίσαβου. Η «παρέκκλιση» αυτή, ως προς την αισθητική και το γούστο, οφείλεται στην υπεραφθονία της προσφοράς και έγκειται στα καταναλωτικά πρότυπα της καπιταλιστικής κοινωνίας, γεγονός που ασκεί ιδιαίτερη επιρροή στην αισθητική του ατόμου, απ’ την οποία, στη συνέχεια, εκπηγάζει η επιθυμία για την επιλογή των συγκεκριμένων διακοσμητικών αντικειμένων, γεγονός που τα κατατάσσει στην κατηγορία του κιτς.



Β μέρος
Οι παραδειγματικές περιπτώσεις



Πρώτη παραδειγματική περίπτωση

Η πρώτη περίπτωση αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μελέτης για πολλούς λόγους. Αρχικά, πρόκειται για μία κατοικία όπου η παρουσία διακοσμητικών αντικειμένων είναι αισθητά έντονη. Δεύτερον, η ιδιοκτήτρια Χ. Τ. διατηρούσε μέχρι πρόσφατα ψιλικατζίδικο, στο οποίο παλαιότερα εμπορευόταν και πωλούσε τα συγκεκριμένα διακοσμητικά αντικείμενα. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την εν λόγω παραδειγματική περίπτωση ως «αντιπροσωπευτική» για τη συγκεκριμένη αισθητική διακόσμησης. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, εδώ, στην πρώτη παραδειγματική περίπτωση,  ένα γεγονός που επαληθεύει σε μεγάλο βαθμό τους αρχικούς μας προβληματισμούς τους σχετικούς με την ομοιομορφία ως προς την αισθητική.
Στο θεωρητικό μέρος της εργασίας αναφερθήκαμε στη διαμορφούμενη αισθητική των ατόμων της κοινωνίας της Μελίβοιας, η οποία ρυθμίζεται από τους μηχανισμούς της αγοράς και της διαφήμισης, που προκατασκευάζουν στη συνέχεια την αισθητική και το γούστο και οδηγούν στην υπερκατανάλωση των συγκεκριμένων αντικειμένων. Αυτό πιστοποιείται στη συνέχεια με τη σχετική ερώτηση που θέσαμε στην πληροφορήτριά μας για να μας περιγράψει την παράσταση που βλέπει σε ένα από τα διακοσμητικά πιάτα που κοσμούν το σαλόνι της κατοικίας της. Η απάντηση που λάβαμε επαληθεύει την αρχική μας διαπίστωση πως η αισθητική των ατόμων είναι προκατασκευασμένη και οφείλεται στα βιομηχανικά πρότυπα. Η περιγραφή του εν λόγω αντικειμένου από την κάτοχό του δεν ανταποκρίνεται στην αντικειμενική πραγματικότητα της εικονικής παράστασης του αντικειμένου. Η δυσκολία του υποκειμένου για τον προσδιορισμό της εικόνας που βλέπει, πιστοποιεί πως η επιλογή του δεν έγινε βάσει της αντικειμενικής παράστασης του αντικειμένου αλλά λόγω της διαθεσιμότητάς του.

«Οδ.: Θέλω να μου πεις τι βλέπεις σε αυτό το πιάτο;
Χαρ.: Βλέπω ωραία χρώματα, ωραία κοπέλα, όπως χορεύει είναι  όμορφη.
Οδ.: Τι εθνικότητας είναι, τι σου θυμίζει; Μήπως είναι Κινέζα; (προσδιόρισα προσωπικά την εθνικότητα προς διευκόλυνση).
Χαρ.: Δεν είναι Κινέζα, αυτή μου θυμίζει ιστορίες όπως είναι η Γκόλφω, όπως είναι οι ωραίες κοπέλες. Βλέπω και ένα πύργο, σαν εκκλησία, μία βίλα, ένα παλάτι που μπαίνουν οι βασιλιάδες. (Για) παλάτι πιο πολύ (μοιάζει)».

Η περιγραφή του αντικειμένου απέχει από την πραγματικότητα. Η αστοχία ως προς την αναγνώριση της Ασιάτισσας με τα σχιστά μάτια, το κιμονό, τη βεντάλια στο χέρι, και το φόντο ασιατικού αρχιτεκτονήματος, πιστοποιεί την υποκειμενική πρόσληψη των διακοσμητικών αντικειμένων. Για την πληροφορήτριά μας η εικονιζόμενη γυναίκα είναι Ελληνίδα. Είναι μία ωραία Ελληνίδα, όπως αυτές που παρακολουθεί στην τηλεόραση. Τη χαρακτήρισε ως μία παραδοσιακή μορφή Ελληνίδας γυναίκας. Από την άλλη, το αρχιτεκτόνημα για την ίδια είναι και αυτό ελληνικό. Είναι εκκλησία, είναι ένα παλάτι ενός βασιλιά. Αναγνωρίζει βέβαια τη σπουδαιότητά του ότι είναι κάτι μεγαλεπήβολο, και για το λόγο αυτό, διαδραματίζει έναν σημαίνοντα ρόλο, διότι προσδίδει μία αξία διακοσμητικής φύσης στο σαλόνι της.


Δεύτερη παραδειγματική περίπτωση

Το ίδιο διακοσμητικό αντικείμενο, παρατηρήσαμε και στη δεύτερη παραδειγματική περίπτωση. Η σύγκριση των δύο απαντήσεων επαληθεύει για μία ακόμη φορά την αρχική υπόθεση εργασίας. Ζητήσαμε και από την ιδιοκτήτρια της δεύτερης περίπτωσης Κ. Ε. όπως κάναμε με την Χ. Τ., να μας περιγράψει την εικόνα που βλέπει στο διακοσμητικό αντικείμενο που κοσμεί το τζάκι του σπιτιού της.

«Καλ.: βλέπω δύο κορίτσια και ένα μοναστήρι. Αυτές πρέπει να είναι καλόγριες. 
Οδ.: Ελληνίδες είναι; 
Καλ.: Όχι, πρέπει (ίσως) να είναι ξένες. Είναι διαφορετικά αυτά (δείχνει με το χέρι της τις φορεσιές των εικονιζόμενων γυναικών). Έχει άλλη φορεσιά.
Οδ.: Το μοναστήρι που είπες, είναι ελληνικό;
Καλ.: Είναι σαν τις εκκλησίες που βλέπω… τον Άγιο Γεώργιο στη Λάρισα, έτσι τις συνομοιάζω (προσομοιάζω)».

Όπως στην προηγούμενη περίπτωση, έτσι και εδώ, η αστοχία ως προς την αναγνώριση της εικονιζόμενης μορφής, είναι εμφανής. Η πληροφορήτρια, χαρακτήρισε τις Ασιάτισσες –γυναίκες καλόγριες και το αρχιτεκτόνημα –μοναστήρι. Διέκρινε όμως τη διαφορά στα ενδύματα.
Πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η Κ. Ε., λόγω των δυσμενών συγκυριών του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και του Εμφύλιου δεν κατάφερε να πάει στο σχολείο. Αυτό το γνωρίζαμε εκ των προτέρων και για το λόγο αυτό στη σχετική μας ερώτηση για την ανάγνωση από την κυρία Ευσταθίου της κινέζικης γραφής του αντικειμένου, η απάντηση που λάβαμε: «δεν ξέρω γράμματα… ελληνικά πρέπει να είναι (τα γράμματα), τι (άλλο) να είναι;» ήταν προφανής. Συνεπώς, όπως και στην πρώτη παραδειγματική περίπτωση, έτσι και εδώ, το χαμηλό ή ανύπαρκτο μορφωτικό επίπεδο των πληροφορητριών μας καθίσταται δέσμιο της αντίληψης ορισμένων χαρακτηριστικών.

Τρίτη παραδειγματική περίπτωση

Επιλέγουμε να παρουσιάσουμε από την τρίτη περίπτωση μελέτης, για μία ακόμη φορά, τα κοινά χαρακτηριστικά που παρουσιάζονται με τις υπόλοιπες. Μέσω της συγκριτικής προσέγγισης των παραδειγματικών περιπτώσεων μπορούμε να διαπιστώσουμε τα κοινά διακοσμητικά στοιχεία των κατοικιών της Μελίβοιας, καθώς και τα κοινά έπιπλα που απαντώνται σε αυτά. Οι καρέκλες του καθιστικού τής παρούσας περίπτωσης (εικ. 03), όπως και οι καρέκλες της τραπεζαρίας (εικ. 01), είναι όμοιες με τα αντίστοιχα έπιπλα της δεύτερης παραδειγματικής περίπτωσης (εικ. 04 και 02). Αναφορικά με τις καρέκλες της τραπεζαρίας, και συγκριτικά με αυτές τις δεύτερης παραδειγματικής περίπτωσης, οι πρώτες διαφέρουν μόνο ως προς το χρώμα, ενώ το ξύλινο πλαίσιό τους είναι όμοιο. Οι καρέκλες αυτές αγοράστηκαν, και στις δύο περιπτώσεις από ένα συγκεκριμένο κατάστημα της Μελίβοιας, τη δεκαετία του 1970. Το σχέδιό τους είναι όμοιο, με τη μόνη διαφορά να εντοπίζεται στο χρώμα της βελούδινης επένδυσης. Παρομοίως, οι καρέκλες του καθιστικού της τρίτης περίπτωσης είναι όμοιες με τις καρέκλες του καθιστικού της δεύτερης. Ξανά, η διαφορά έγκειται στο χρώμα της επένδυσης. Επομένως, για μια ακόμη φορά, ακόμη και στο επίπεδο των επίπλων, οι επιλογές των ανθρώπων ήταν περιορισμένες κατά τις δεκαετίες 60’-80’, γεγονός που πιστοποιεί την ομοιογένεια ως προς τη διακόσμηση, την επίπλωση και γενικότερα την όμοια αισθητική συγκρότηση των κατοίκων της Μελίβοιας.

               

                              εικόνα 02
εικόνα 01



                
                      εικόνα 04
 εικόνα 03


Τέταρτη παραδειγματική περίπτωση

Αναφορικά με τη διακόσμηση της κατοικίας της τέταρτης περίπτωσης, σε αυτή επικρατεί, σε μεγάλο βαθμό, η διακόσμηση με πλαστικά άνθη. Πολλά από αυτά αγοράστηκαν τη δεκαετία του 1990 ή και παλαιότερα, από την Αγιά και τη Λάρισα. Επιπλέον, στην εν λόγω κατοικία, υπάρχει ποικιλία γυάλινων και πορσελάνινων ανθοδοχείων.
     Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η ομοιομορφία που παρουσιάζει μία συγκεκριμένη κορνίζα. Για μία ακόμη φορά γίνεται γνωστό ότι τα αντικείμενα που κοσμούν τις κατοικίες της Μελίβοιας παρουσιάζουν όμοια χαρακτηριστικά ως προς το διάκοσμό τους. Το συγκεκριμένο είδος κορνίζας της παρούσας παραδειγματικής (εικ. 05) περίπτωσης είναι όμοιο με τις κορνίζες της δεύτερης περίπτωσης (εικ. 06). Αυτές κατασκευάστηκαν σε συγκεκριμένο κατάστημα-φωτογραφείο της Αγιάς.









εικόνα 05                                                                                 εικόνα 06






Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Όπως προέκυψε από την όλη πορεία του παρόντος πονήματος, η διακόσμηση του εσωτερικού χώρου των κατοικιών της κοινωνίας της Μελίβοιας παρουσιάζει μία ομοιομορφία ως προς την αισθητική. Τόσο το θεωρητικό μέρος της εργασίας, όσο και η ανάλυση των παραδειγματικών περιπτώσεων, σχηματίζουν μία αναλυτική εικόνα για την αισθητική διακόσμησης του εσωτερικού χώρου των σπιτιών της Μελίβοιας.
      Είχαμε καθορίσει εξαρχής το πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσουμε τον όρο-κατηγορία κιτς. Στο πλαίσιο αυτό, απαλλαγμένος ο όρος από έννοιες όπως κακογουστιά και χαμηλή αισθητική και ενταγμένος στο επίπεδο του καταναλωτισμού, το πλήθος των νεωτερικών-βιομηχανικών διακοσμητικών αντικειμένων που συσσωρεύονται στις υπό μελέτη κατοικίες, οφείλεται στον κοινωνικο-οικονομικό μετασχηματισμό της κοινωνίας της Μελίβοιας που σημειώθηκε στο δεύτερο τέταρτο του 20ου  αιώνα.
     Η φράση: «κιτς είναι η αισθητική αρρώστια του καταναλωτισμού», δικαιολογεί με τον καλύτερο τρόπο την προσέγγιση του θέματός μας, καθώς, τόσο ο προαναφερθέν όρος, όσο και η γενικότερη τάση της συγκεκριμένης αισθητικής ως προς τη διακόσμηση, έγκειται στο επίπεδο του κοινωνικο-οικονομικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου