Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Η Συνηγορία της Λαογραφίας


Παρουσίαση βιβλίου:

Η Συνηγορία της Λαογραφίας

Μιχάλης Μερακλής, Η συνηγορία της Λαογραφίας, Ίδρυμα Αγγελικής Χατζημιχάλη, Αθήνα 2004.


Το εγχειρίδιο «Η συνηγορία της Λαογραφίας» αποτελεί μία κριτική παρέμβαση στο περιεχόμενο των πρακτικών ενός εργαστηρίου, με θέμα: «Λαογραφία: οι σχέσεις της με την ευρωπαϊκή εθνολογία και ιστορία στην ανώτατη εκπαίδευση της Ευρώπης», μία συνάντηση που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του 1994 στη Βουδαπέστη, με διάρκεια πέντε ημερών και συμμετοχή δεκατριών χωρών – στο πλαίσιο του Δικτύου Επιστημονικής και Τεχνικής Συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Εθνολογίας και Ιστοριογραφίας. Τα πρακτικά εκδόθηκαν στο 212 τόμο του περιοδικού Acta Ethnographica.
Η επιστημονική συνάντηση στη Βουδαπέστη συμβάλει στη διευκρίνιση των σχέσεων, των ομοιοτήτων και διαφορών, δηλαδή των προβλημάτων που εμφανίζονται με τη συνάντηση και ταύτιση των ορίων των επιστημών του ανθρώπου. Σε αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται η συνολική προσπάθεια που πραγματώνεται στο εν λόγω πόνημα –ο συγγραφέας του οποίου– προσπαθεί να ανοίξει ένα επιστημονικό διάλογο, για την διευκρίνιση ορισμένων παρεξηγήσεων που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών. Ο συγκεκριμένος σκοπός διαφαίνεται, ευθύς εξαρχής, από την αφιέρωση του βιβλίου «Σ’ αυτούς που την αμφισβητούν…»  (εννοώντας τη λαογραφία)
Ο Συγγραφέας ξεκινά την κριτική ανάγνωση των πρακτικών, από την ανακοίνωση των δύο καθηγητών του πανεπιστημίου Lorand Eotvos, το οποίο φιλοξένησε και οργάνωσε την εν λόγω επιστημονική συνάντηση. Στην εισαγωγή των πρακτικών, η καθηγήτρια που επιμελήθηκε την έκδοσή τους, αναφέρεται στον αυτοσκοπό της συνάντησης, που αφορά στη λαογραφία και στις επιστήμες με τις οποίες η τελευταία συνδέεται, ως προς την διδασκαλία της. Δεν παραλείπει όμως, εξ αρχής, τη γενικότερη παρεξήγηση ως προς την ορολογία της επιστήμης, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο όρος Folklore, ως έννοια, παρουσιάζει μία σύγχυση στις διάφορες χώρες της Ευρώπης, γεγονός που αφορά, τόσο τη λαογραφία, όσο και την εθνολογία. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο συνάδελφός της, θέτοντας τον προβληματισμό ως προς το αντικείμενο πραγμάτευσης της λαογραφίας, το οποίο γίνεται ταυτόχρονα, και αντικείμενο ενασχόλησης τής εθνογραφίας. Παρά την ταύτιση των όρων και του αντικειμένου μελέτης των δύο επιστημών, η σύγχυση δεν περιορίζεται αποκλειστικά εκεί, αλλά επεκτείνεται και στην ταύτιση της μεθόδου. Ένα από τα παράδειγμα που θέτει ο Ούγγρος λαογράφος αναφορικά με τη μέθοδο των δύο επιστημών, είναι το εξής: όσον αφορά στη λαϊκή ενδυμασία και τη λαϊκή τέχνη, τα υλικά και οι τεχνικές παραγωγής μελετώνται κατά παράδοση στο πλαίσιο της εθνογραφίας, ενώ τα μοτίβα, το στυλ και οι τεχνικές, αποτελούν αντικείμενο της λαογραφίας. Στον παραπάνω προβληματισμό ο συγγραφέας απαντά, πως η εθνογραφία ως επιστήμη, μελετούσε τους πρωτόγονους λαούς –τους λαούς χωρίς ιστορία, ενώ τη λαογραφία την απασχολούσε, από τις καταβολές της, η μελέτη των λαών με ιστορία, ο δικός της δηλαδή λαός και πολιτισμός. Ως εκ τούτου, η σύγχυση δεν έγκειται απλώς στην ταύτιση των όρων λαογραφίας και εθνογραφίας, αλλά στο επίπεδο της ταύτισης της μελέτης του αντικειμένου και της μεθόδου. Για τον συγγραφέα η εν λόγω σύγχυση, υπόκειται στην ιδεολογικοποίηση της επιστήμης της λαογραφίας, γεγονός που συνδέεται με τον όρο λαός, σε αντίθεση με τον όρο ethnography που είναι ουδέτερος σε επίπεδο ιδεολογίας. Επομένως, εκεί εντοπίζεται ως προς ένα βαθμό, η γενικότερη σύγχυση και, σε τελική ανάλυση, η αντικατάσταση του όρου λαογραφία, σε ορισμένα πανεπιστήμια της Ευρώπης, από τον όρο εθνολογία. 
 Το επόμενο σημείο ανάλυσης του βιβλίου προέρχεται από την παραδειγματική περίπτωση της Γαλλίας, με τους δύο εκπροσώπους καθηγητές να εισηγούνται, από κοινού, το θέμα για τη «λαογραφία και τη σχέση της με την εθνολογία και την ιστορία στην ανώτατη εκπαίδευση στη Γαλλία». Ο σχολιασμός του συγγραφέα στις θέσεις των εισηγητών αφορά, για μία ακόμη φορά, την εγγύτητα των επιστημονικών αντικειμένων και τον παραγκωνισμό της λαογραφίας από την εθνολογία. Η μελέτη της λαογραφίας στη Γαλλία, γεννήθηκε και αναπτύχθηκε εκτός του κόσμου των πανεπιστημίων και περιορίστηκε στην προφορικότητα της αγροτικής περιοχής, λαμβάνοντας ένα ρόλο, βοηθητικό των κλάδων της γλωσσολογίας και φιλολογίας. Η συλλογή υλικού της προφορικής λογοτεχνίας: ποίηση, τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες κτλ. από Γάλλους λαογράφους του 19ου αιώνα, ταυτίζεται με την ενασχόληση των εθνολόγων, που ξεκινούν, την ίδια χρονική περίοδο, να ασχολούνται εκτός από τη μελέτη των πρωτόγονων πολιτισμών, με τη μελέτη του δικού τους πολιτισμού, του Γαλλικού. Στην εποχή αυτή, τέλη του 19ου αιώνα, ξεκινά στη Γαλλία η εν λόγω ταύτιση των αντικειμένων και η σύγχυση των όρων μεταξύ λαογραφίας και εθνολογίας. Στις αρχές του 20ου αιώνα, η επιστήμη της λαογραφίας στη Γαλλία, παρουσιάζει μία άνοδο ως προς την παραγωγή μελετών και σημαντικών εκδόσεων. Η μεγάλη λαογραφική παραγωγή εκδόσεων από γνωστούς Γάλλους λαογράφους όπως ο Arnold Van Genep, πιστοποιούν μεν –σύμφωνα με τον συγγραφέα, την ύπαρξη της μεθοδολογικής επιστημονικής πρακτικής της λαογραφίας, γεγονός που δεν εκτιμήθηκε –και αυτό αποδείχτηκε από την απουσία επιστημονικού κλάδου λαογραφίας στην ανώτατη εκπαίδευση της χώρας. Για τον ίδιο, (το συγγραφέα) η παραπάνω απουσία οφείλετε στο «πανεπιστημιακό κατεστημένο» συντεχνιακού τύπου, που απέκλειε τους λαογράφους από την ανώτατη εκπαίδευση. Έτσι, με παρόμοιο τρόπο, η απουσία της λαογραφίας από τα πανεπιστήμια, επισκιάζεται ακόμη περισσότερο από τις έδρες της εθνολογίας και ανθρωπολογίας, ύστερα από την αλλαγή του ενδιαφέροντος των τελευταίων – οι οποίες, από τη μελέτη των άγριων-πρωτόγονων λαών, στράφηκαν στη μελέτη του αγροτικού χώρου.
Η συζήτηση για τη λαογραφία στη Γαλλία, συνεχίζεται και στο επόμενο κεφάλαιο, αυτή τη φορά με την ανακοίνωση μίας Γαλλίδας λαογράφου, η οποία εργάζεται και αντιπροσωπεύει τη λαογραφία της Δανίας. Μέσω μίας συγκριτικής περιγραφής της επιστήμης της λαογραφίας, έτσι όπως θεραπεύεται στην Γαλλία και στη Δανία, αναδεικνύει το πρόβλημα του αντικειμένου μελέτης της λαογραφίας, το οποίο επισκιάζεται από την επιστήμη τής εθνολογίας. Το κοινό σημείο της άποψης της εισηγήτριας με του συγγραφέα, αφορά στη διάκριση της λαογραφίας από τις συναφείς επιστήμες, ένα σημείο που εντοπίζεται στην μετάδοση των πολιτισμικών στοιχείων, στην αναζήτηση του αυθεντικά εθνικού, στην εθνική ταυτότητα, δηλαδή σε χαρακτηριστικά που πιστοποιούν την ύπαρξη του αντικειμένου μελέτης της λαογραφίας πριν την έλευση της Εθνολογίας.  
Αναφορικά με την διδασκαλία της ευρωπαϊκής εθνολογίας (δηλαδή λαογραφίας) στη Γερμανία μετά την επανένωση» θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Γερμανός ερευνητής Andreas Bimmer –με έντονη την πρόθεσή του να αποδεχτεί την μετονομασία της λαογραφίας σε ευρωπαϊκή εθνολογία– ξεκινά με την επισήμανση των δύο διαφορετικών τύπων λαογραφίας, που διαμορφώθηκαν στα δύο ξεχωριστά γερμανικά κράτη. Στη δυτική Γερμανία η λαογραφία παρουσίαζε έναν παραδοσιακό προσανατολισμό, εμπνευσμένο από το παρελθόν, αντίθετα με το Ανατολικό τμήμα της, όπου η λαογραφία νοούνταν ως μαρξιστική –συνδεόμενη με τις μεθόδους του διαλεκτικού υλισμού. O Bimmer, τοποθετώντας επανειλημμένα τη λέξη της λαογραφίας σε εισαγωγικά, κρίνει αρνητικά τον παραδοσιακό της προσανατολισμό αφενός, και κατακρίνει αφετέρου τις δογματικές δεσμεύσεις της μαρξιστικής λαογραφίας, θέλοντας να υποστηρίξει την κατάργησή της και την αντικατάστασή της από τον όρο εθνολογία. Στη συνέχεια, αναφερόμενος στα γεγονότα του Μάη του 68 στη Γερμανία, με την εξέγερση των φοιτητών ­– που εκτός των άλλων, στράφηκαν και ενάντια στην παραδοσιακή λαογραφία– προς ενίσχυση της κοινωνιολογίας και εθνολογίας ως αντιστάθμισμα– γεγονός που αποσκοπούσε στην κατοχύρωση της δεύτερης, κάτι που βρίσκει αντίθετο τον συγγραφέα του βιβλίου, ο οποίος ως αυτόπτης μάρτυρας στα εν λόγω γεγονότα της συγκεκριμένης εποχής, αναφέρει ότι το θέμα δεν τίθετο μεταξύ λαογραφίας και εθνολογίας, αλλά αφορούσε την επιστήμη της κοινωνιολογίας από τη μία και από την άλλη το γενικότερο θέμα για το αν η επιστήμη της λαογραφίας, συγκαταλεγόταν ή όχι, στις «πνευματικές επιστήμες». Τελικά, ο συγγραφέας, υποστηρίζει ότι η λαογραφία κατέχει σημαντική θέση στην εκπαίδευση της Γερμανίας και διακρίνει στο συντάκτη της ανακοίνωσης έναν έντονο σκεπτικισμό ως προς τα λεγόμενά του.
Με την ίδια κριτική στάση ο συγγραφέας Μιχάλης Μερακλής, προσπαθεί να βρει μία λογική απάντηση στο ερώτημα, που αυτή τη φορά τίθεται από τον Βέλγο καθηγητή, ο οποίος, μετονομάζει αυθαίρετα το αντικείμενο των πρώτων Βέλγων ερευνητών –ως εθνολογία– παρόλο που οι τελευταίοι, στα κείμενά τους, αναφερόταν στους  όρους Folklore και  Volkskunde (λαογραφία). Ο συγγραφέας προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα γιατί πρέπει να προτιμηθεί η λέξη εκείνη, η οποία ονόμαζε ήδη μιαν άλλη επιστήμη –εννοώντας τη λέξη εθνογραφία– η οποία αφορούσε τη μελέτη των αρχαϊκών κοινωνιών, οι οποίες δεν παρουσίαζαν εθνική συνείδηση. Μία πιθανή απάντηση είναι ότι η εθνολογία ήρθε να αντικαταστήσει τη λαογραφία ώστε να αποβληθεί η εθνική διάσταση από τη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού, ζήτημα που κατά τον ίδιο είναι επίσης προβληματικό, διότι η άρνηση της εθνικότητας ενός λαού σημαίνει άρνηση της ιστορικότητάς του.
Τα όρια της λαογραφίας συγχέονται ξανά με αυτά της εθνολογίας, αυτή τη φορά με την παραδειγματική περίπτωση να προέρχεται από την Αγγλία. Και εδώ υπάρχει η ονομαστική υποκατάσταση της λαογραφίας από την εθνολογία, ενώ δεν παραλείπεται η σύγχυση ως προς το αντικείμενο έρευνας, διότι η εθνολογία ενδιαφέρεται, τόσο για το παρελθόν και το παρόν, όσο και για τον αστικό χώρο, δηλαδή κατεξοχήν ζητήματα μελέτης της λαογραφίας.
Παρόμοια πορεία με το γαλλικό παράδειγμα παρουσιάζει και η Ισπανία. Χωρίς επιστημονική αναγνώριση και ακαδημαϊκή θέσπιση –λόγο του ρομαντικού της προσανατολισμού –υπηρετικού της εθνικής ανασύστασης– η μελέτη του αντικειμένου της λαογραφίας, υπό την κακή και μη επιστημονική μεταχείρισή του, χρησιμοποιήθηκε για πολιτικούς και εθνικιστικούς λόγους, γεγονός που συντέλεσε στον παραπάνω αποκλεισμό.
Παρά το γεγονός της χρονικής προτεραιότητας της λαογραφίας έναντι της εθνολογίας, ο μεταγενέστερος εκτοπισμός της πρώτης από τη δεύτερη, αποτελεί πραγματικότητα και στη χώρα της Ιταλίας. Εκεί η λαογραφία με την ιδιαίτερη ερευνητική της διάθεση για τη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού, αντιμετώπισε και ένα επιπρόσθετο ζήτημα που προέρχεται αυτή τη φορά, από την έντονη παρουσία της ανθρωπολογίας.
Η επιστήμη της λαογραφίας στη Λιθουανία, πορεύτηκε με τη στενή έννοια του όρου Folklore, ενώ η παρουσία της εθνολογίας, συντέλεσε στο διττό διαχωρισμό της λαογραφίας σε φιλολογική και κοινωνική, γεγονός που προσομοιάζει, σύμφωνα με τον συγγραφέα, με το ελληνικό παράδειγμα του Παιδαγωγικού τμήματος της Αθήνας.
Η Hana Hloskova, από τη Σλοβακία, αναφέρεται στη διδασκαλία της εθνολογίας στα πανεπιστήμια της χώρας της, και στον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραμάτισε η εν λόγω επιστήμη, κάτι με το οποίο ο συγγραφέας διαφωνεί, διότι η μελέτη του λαϊκού πολιτισμού με επιτόπια έρευνα, από τις αρχές του 20ου αιώνα, πιστοποιεί την ενεργητική παρουσία της λαογραφίας στη χώρα, σε αντίθεση με την εθνολογία, η οποία εκείνη την εποχή, ήταν συνυφασμένη με την ιστορία και την αρχαιολογία.
Στη Γιουγκοσλαβία η σύγχυση μεταξύ της εθνολογίας και λαογραφίας είναι δεδομένη, λαμβάνοντας υπόψη τη διδασκαλία ορισμένων μόνο όψεων της λαογραφίας –ενταγμένων στο τμήμα εθνολογίας και Ανθρωπολογίας. Ο συγγραφέας ύστερα από τη σχετική αναδρομή της πορείας της εθνογραφίας και λαογραφίας στη εν λόγω χώρα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επιστημονική πορεία της λαογραφίας στη Γιουγκοσλαβία, υπήρξε δυναμική –άποψη που βρίσκει σύμφωνη και την καθηγήτρια λαογραφίας της Σχολής του Βελιγραδίου, Djurdica Petrovic.
Η παραδειγματική περίπτωση της Ρουμανίας δεν συμπεριλήφθει στον τόμο των πρακτικών, αλλά η ανακοίνωση του Ρουμάνου λαογράφου για τη μελέτη της λαογραφίας στην μετακουμουνιστική Ρουμανία, αφορούσε στους περιορισμούς που η τελευταία δέχτηκε πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα». Παρά την προαναφερθείσα δυσκολία, η λαογραφία και σε αυτή τη χώρα, παρουσίασε έναν ιδιαίτερο δυναμισμό, μελετώντας τα μορφώματα του λαϊκού πολιτισμού στο πλαίσιο της βαθιάς παράδοσης.
Δεν συμπεριλήφθει επίσης στον τόμο των πρακτικών, η ανακοίνωση του Τούρκου λαογράφου, αλλά μας πληροφορεί ο ίδιος ο συγγραφέας για την πορεία της λαογραφίας εκεί, για τη εγγύτητά της με την λαϊκή λογοτεχνία και τα διαφορετικά πανεπιστήμια της χώρας, στα οποία η επιστήμη της λαογραφίας διδάσκεται.
            Συμπερασματικά, η εκδήλωση της επιθυμίας για την αντικατάσταση του όρου λαογραφία από τον όρο εθνολογία, πραγματοποιήθηκε μετά το Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπου ξεκίνησε να ατονεί  και η σαφέστατη ορολογία, σύμφωνα με την οποία, η λαογραφία μελετούσε ιστορικούς λαούς και η εθνολογία, τούς «κατά φύσιν ζώντες» λαούς. Συμπληρωματικά ως προς την παραπάνω επιθυμία μετονομασίας, συντέλεσε η υπόθεση, ότι η έννοια του λαού (folk), με το γνώρισμα –της μη επιστημονικότητας και με το χαρακτηρισμό ως «ιδεολογική κατασκευή» –συνυφασμένη με την έννοια του έθνους (nation), μία υπόθεση που σύνεστησε το γόνιμο έδαφος, μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε και καθιερώθηκε ο όρος εθνολογία. Επιπρόσθετο υπήρξε, για την επιστήμη της λαογραφίας, το πρόβλημα της ρομαντική διάθεσης με την οποία η εν λόγω επιστήμη συμπορεύτηκε για ένα μακρύ χρονικό διάστημα, όπως επίσης, και το ανακάτωμα των ερασιτεχνών-εξωπανεπιστημιακών ζηλωτών του λαϊκού πολιτισμού, οι οποίοι με την κακή διαχείριση του υλικού οδήγησαν τη λαογραφία σε ένα εθνικιστικό και συντηρητικό προσανατολισμό.
Τέλος, συνιστά βαθιά πεποίθηση του συγγραφέα η δυναμική επιστημονική πορεία της μελέτης του λαϊκού πολιτισμού σε ένα πλήθος χωρών τις Ευρώπης, όπου η λαογραφία, με την ενασχόλησή της με τον «οικείο» προς αυτήν –λαϊκό πολιτισμό– της κάθε χώρας, πιστοποιεί την ενεργητική της παρουσία σε μία πολιτισμική περιοχή, τέτοια –που αποτέλεσε σε δεύτερο χρόνο– και το πεδίο μελέτης των συναφών επιστημών (εθνολογίας και κοινωνικής ανθρωπολογίας), ένα ζήτημα που ο συγγραφέας αποκαλεί «επιστημονικό σκάνδαλο».   

Τσιντσιράκος Ν. Οδυσσέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου