Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Ο Εξελικτισμός και η Ελληνική Λαογραφία



Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος


Ο Εξελικτισμός και η Ελληνική Λαογραφία


Παρ’ όλο που ο τίτλος του άρθρου εμπεριέχει μόνο τη λέξη λαογραφία, δεν μπορούμε να παραλείψουμε την αναφορά στις απαρχές τις επιστήμης της ανθρωπολογίας, διότι ο ρόλος της τελευταίας υπήρξε καθοριστικός, τόσο στο μεθοδολογικό όσο και στο θεωρητικό επίπεδο, για τη γένεση και την ύπαρξη της επιστήμης της λαογραφίας στον ελληνικό χώρο. Οι δύο επιστήμες ως προϊόντα της νεωτερικότητας[1] στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών, με το γενικότερο χαρακτηρισμό των τελευταίων ως συγγενών[2], ταυτίζονται στο επίπεδο της μελέτης του παραδοσιακού πολιτισμού[3].
   Ο 19ος αιώνας αποτελεί το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η επιστήμη της ανθρωπολογίας[4]. Τόσο ο στόχος όσο και ο σκοπός της ανθρωπολογίας στη συγκεκριμένη εποχή, επικαθοριζόταν από τις γενικότερες πολιτικές που ακολούθησαν οι χώρες από τις οποίες, η εν λόγω επιστήμη, εκπορεύτηκε. Οι ισχυρές χώρες του ευρωπαϊκού χώρου και κατά κύριο λόγο, η Αγγλία και η Γαλλία, στο πλαίσιο της  αποικιοκρατικής πολιτικής που ακολουθούσαν, επιστράτευσαν την επιστήμη της ανθρωπολογίας για την εξυπηρέτηση πολιτικών και ηθικο-κοινωνικών συμφερόντων[5]. Με επιστημονικό τρόπο η προαναφερθείσα επιστήμη, βοήθησε στη διερεύνηση των απαραίτητων νόμων για τη διαχείριση των ανθρώπινων υποθέσεων. Οι κάτοικοι των νέο-ανακαλυφθέντων χωρών με την αισθητή διαφορά έναντι των ευρωπαίων, χαρακτηρίστηκαν από τους τελευταίους ως «πρωτόγονοι», γεγονός που καθιέρωσε εν μέρει, το αντικείμενο έρευνας της ανθρωπολογίας.
   Οι ανθρωπολόγοι επιστήμονες με την τοποθέτησή τους απέναντι στους «πρωτόγονους» λαούς, οι οποίοι παρουσίαζαν εξωτικά για τους Ευρωπαίους χαρακτηριστικά, παρήγαγαν την επιστημονική έννοια της «απόστασης», που καθόρισε το αντικείμενο διαπραγμάτευσης της ανθρωπολογίας, ως τη μελέτη των «άλλων»[6]. Η επιστημονική θέση που παίρνει ο ανθρωπολόγος στο παραπάνω ζήτημα, δηλώνει σε μεγάλο βαθμό την προσωπική του οπτική που υπόκειται σε αποικιοκρατικούς ή παράγοντες εθνικών συμφερόντων, υπό το γενικότερο πλαίσιο του εθνοκεντρισμού. Έτσι, ο ερευνητής δεν μπορεί να αναγνωρίσει σε κανένα άλλο έθνος εκτός από το δικό του, αρετές, ικανότητες και πολιτισμό. 
   Οι διαφορετικοί πολιτισμοί υπαγορεύουν την ύπαρξη έμφυτων και πολιτισμικών διαφορών μεταξύ των ανθρώπων. Η συλλογικότητα στην οποία ανήκουν οι τελευταίοι, εξασφαλίζει τη συνοχής τους που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη διασφάλιση της αλληλεγγύης. Η πιθανή κοινωνική ή πολιτισμική διαφορά, αποτελεί πρόσχημα για σύγκρουση και διάλυση των δεσμών αλληλεγγύης. Η υπερεκτίμηση των πολιτισμικών ή άλλων διαφορών των μεν επί των δε, διατυπώνει την έννοια του εθνοκεντρισμού. Ο εθνοκεντρισμός πρεσβεύει ότι ο δικός του πολιτισμός και οι δικοί του κοινωνικοί κανόνες είναι ανώτεροι από τους άλλους[7]. Ως εκ τούτου, οι ανθρωπολόγοι που προέβησαν στην περιγραφή και στην αξιολόγηση των «άλλων» ανθρώπων, από τι δική τους σκοπιά, βάσει των δικών τους όρων και των δικών τους αξιών, όπως οι τελευταίες προέκυψαν από τη χώρα προέλευσής τους, τούς έφεραν αντιμέτωπους με την εθνοκεντρική τους προκατάληψη[8], η οποία κορυφώθηκε στο πλαίσιο της κοινωνικής θεωρίας που παρήγαγε η ανθρωπολογία στην εν λόγω εποχή, τη θεωρία της εξέλιξης.
   Ο εξελικτισμός ως κοινωνική θεωρία την οποία ακολούθησε πιστά η ανθρωπολογία τον 19ο αιώνα, βασίζεται σε νομοτελειακές αρχές με καθολική ισχύ που επικαθορίζουν την κοινωνική αλλαγή. Η εξελικτική θεωρία εστιάζει στην εξέλιξη και καταγωγή των πολιτισμικών και κοινωνικών φαινόμενων, καθώς και στην πορεία του ανθρώπου μέσα στο χρόνο[9]. Η μεθοδολογία του εξελικτισμού, είναι η συγκριτική, η οποία υπήρξε η κυρίαρχη μεθοδολογία του 19ου αιώνα. Με συγκρίσεις μεταξύ των κοινωνιών του παρελθόντος και του παρόντος, η θεωρία του εξελικτισμού, έτσι όπως εκπορεύεται από τις επιστήμες που την ακολουθούν, συναγάγει συμπεράσματα για την ιστορική εξέλιξη τόσο του ανθρώπου όσο και των κοινωνιών.  Βέβαια, διατυπώνει ένα σχήμα γραμμικής εξέλιξης των κοινωνιών, διαμέσου του οποίου όλες οι κοινωνίες διέρχονται από κοινά στάδια εξέλιξης, στοιχείο που αποτελεί ένα αισιόδοξο[10] γεγονός, καθώς καθιστά τις κοινωνίες ικανές να φτάσουν στο ανώτερο στάδιο της εξελικτικής κλίμακας, το στάδιο του πολιτισμού. Σύμφωνα με τη θεωρία του εξελικτισμού, οι διάφοροι πολιτισμοί κατατάσσονται σε μία εξελικτική κλίμακα τριών βαθμίδων. Η χαμηλότερη βαθμίδα είναι αυτή της αγριότητας και οι πολιτισμοί που ανήκουν εκεί χαρακτηρίζονται ως «άγριοι» ή «κατά φύσιν ζώντες λαοί».  Στην επόμενη βαθμίδα κατατάσσονται οι βάρβαροι πολιτισμοί, ενώ στην ανώτερη βρίσκεται ο Δυτικός Πολιτισμός, ο μόνος που θεωρείται πολιτισμός[11].
   Η ιδέα της κοινωνικής εξέλιξης, ως απόρροια του εξελικτισμού συνδέετε με την ανάπτυξη του πνεύματος και της ψυχικής ενότητας της ανθρωπότητας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναγνωρίζεται σε όλες τις φυλές και τους λαούς, η δυνατότητα ανάπτυξης, κάτι που τους καθιστά δυνάμει ισότιμους. Το αισιόδοξο αυτό γεγονός, αντιτίθεται στη θεωρία του ρατσισμού, και δεν διακρίνει τις κοινωνίες σε φυλές, όπως η τελευταία, αλλά τις ταξινομεί  με βάση την πολιτισμική τους στάθμη. Όπως έχει γίνει ήδη γνωστό, μια τέτοια προσέγγιση δικαιολογεί τον ευρωπαϊκό εθνοκεντρισμό, ο οποίος συνάμα με την αποικιοκρατική πολιτική της Δύσης, διευκολύνουν τόσο στη διαχείριση όσο και στην εκμετάλλευση των «πρωτόγονων» λαών. Η ενασχόληση με τους «άλλους» αποσκοπούσε στην ανασύνθεση μιας πανανθρώπινης πορείας από την αγριότητα στη Δύση[12].
   Συνώνυμο του εξελικτισμού αποτελεί η θεωρία των επιβιώσεων. Η θεωρία των επιβιώσεων εισήχθη από τον Edward Burnett Tylor, ο οποίος στο βιβλίο του Primitive Culture ορίζει ως στοιχεία επιβίωσης αυτά που έχουν χάσει την κοινωνική τους χρησιμότητα και έχουν μετατραπεί σε αισθητικά ή ψυχαγωγικά στοιχεία. Από την άλλη πλευρά, εκπρόσωπος του εξελικτισμού θεωρείται ο Sir James George Frazer ο οποίος στο βιβλίο του Ο χρυσός κλώνος, διατείνεται ότι η μαγεία είναι προσπάθεια της πρωτόγονης σκέψης να εξηγήσει τον κόσμο, λαμβάνοντας υπόψη την πρωτόγονη σκέψη ως κατώτερη διάνοια. Τόσο η θεωρία του εξελικτισμού, όσο η θεωρία των επιβιώσεων, υποστήριξαν ότι η ανθρώπινη κοινωνία, καθώς περνά από τα ίδια στάδια, παρουσιάζει μία μονογραμμική και συνεχή μορφή εξέλιξης με ανοδική τάση, δηλαδή, οι κοινωνίες εξέρχονται από τα χαμηλότερα στάδια πολιτισμού σε ανώτερα[13]
   Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, η θεωρία του εξελικτισμού παρήχθη από την επιστήμη της ανθρωπολογίας του 19ου αιώνα. Την  ίδια εποχή, το ίδιο θεωρητικό ρεύμα θα εμπνεύσει μία δεύτερη επιστήμη κατά πολύ όμοια με την επιστήμη της ανθρωπολογίας. Ο λόγος είναι περί της επιστήμης της λαογραφίας, της οποίας ο ρόλος υπήρξε ιδιαίτερος για τη χώρα της Γερμανίας. Η γερμανική λαογραφία, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, αποτέλεσε υπόδειγμα[14] για τη γένεση της λαογραφίας ως επιστήμης στον ελληνικό χώρο.
   Στη Γερμανία, η λαογραφία υπό το πρίσμα του εθνοκεντρισμού και της θεωρίας της εξέλιξης, βοήθησε στην «αυτοεπίγνωση του έθνους» κάτω από το γενικότερο πέπλο του Ρομαντισμού, το οποίο γεννήθηκε για την αντίσταση στον Ναπολεόντειο πόλεμο, ειδικότερα με τη μάχη της Ιένας, όταν ο Ναπολέων μπήκε νικητής στο Βερολίνο. Στο παραπάνω πλαίσιο οφείλετε η εθνοκεντρική χροιά που επηρέασε την πολιτική και την πνευματική ζωή της Γερμανίας, οι οποίες χρησιμοποίησαν τη ρομαντική λαογραφία ως όπλο κατά του Διαφωτισμού, ενός κατασκευάσματος της Γαλλικής Επανάστασης[15].
   Την ίδια χρονική περίοδο, ως επακόλουθο των όσων προηγήθηκαν, στο γερμανικό χώρο, όπως επίσης και στις προαναφερθείσες μεγάλες χώρες τις Ευρώπης, Αγγλία, Γαλλία, κατασκευάζονται οι έννοιες έθνος και κράτος. Οι μορφές που παίρνουν οι παραπάνω έννοιες σε κάθε χώρα διαφέρει. Όσον αφορά στη Γερμανία, εκεί λαμβάνουν εθνικιστικά χαρακτηριστικά, με αναφορές σε παράγοντες όπως το άνωθεν δοσμένο λαϊκό αίσθημα μιας εθνότητας, η υπερβατική καταγωγή της ως αποτέλεσμα μακρόχρονης συνοίκησης στον ίδιο χώρο, το κοινό μέσω επικοινωνίας, με λίγα λόγια, όλα αυτά που αποτελούν το γνωστό «Volksgeist», η ψυχή του λαού[16]. Ως εκ τούτου, η γερμανική εθνική λαογραφία ξεκινά ένα αγώνα προς εξυπηρέτηση της «ψυχής του λαού». Ο αγώνας της υπήρξε αφενός ενάντια στον Διαφωτισμό προς όφελος του Ρομαντισμού, και αφετέρου στην έρευνα της ψυχής του λαού, όπως αυτή προκύπτει από τη μελέτη των εκδηλώσεών του. Ενώ η ιδέα του Διαφωτισμού πίστευε σε έννοιες σχετικές με τα γενικά και αντικειμενικά φαινόμενα και σε εθνικές ιδιομορφίες, από την άλλη πλευρά, ο Ρομαντισμός λάμβανε ως σταθερά, έννοιες σχετικές με τα αφηρημένα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας, την εθνική ομοιομορφία και την πίστη στο παρελθόν[17]. Με τον τρόπο αυτό, και με βασικό εργαλείο την επιστήμη της λαογραφίας, η μελέτη των πολιτισμικών μορφωμάτων και η αναγωγή τους στο παρελθόν, θα βοηθούσαν στην εθνική ενότητα της Γερμανίας, ώστε η τελευταία να ορθοποδήσει αμέσως μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους.
   Όπως γίνεται αντιληπτό από την παραδειγματική περίπτωση της Γερμανίας, ο ρόλος της λαογραφίας, για τη μελέτη του πολιτισμικών μορφωμάτων που απαντούν στο πλαίσιο του έθνους κράτους, ταυτίζεται με το ρόλο της ανθρωπολογίας της ίδιας εποχής, με τη μόνη διαφορά ότι η τελευταία απευθύνεται εκτός των εθνικών ορίων, δηλαδή στη μελέτη των πρωτόγονων λαών. Ενώ η γερμανική λαογραφία μελετά τους «άλλους» στο πλαίσιο του έθνους κράτους, κυρίως στον αγροτικό χώρο, η ανθρωπολογία, από τη δική της πλευρά, μελετά τους «άλλους» που βρίσκονται μακρύτερα και χωρικά και χρονικά[18]. Παρόμοια χαρακτηριστικά παρουσιάζει η επιστήμης της λαογραφίας με αυτή της ανθρωπολογίας και στις χώρες Αγγλία και Γαλλία. Όσον αφορά στην πρώτη χώρα, το έντονο στοιχείο της εξωστρέφειας που παρουσίασε η βρετανική κοινωνική ανθρωπολογία, παραχώρησε στη λαογραφία τη μελέτη των περιφερειακών ταυτοτήτων προς διαφύλαξη της πολιτισμικής κληρονομιάς, απέναντι στις κανονιστικές αφομοιωτικές πολιτικές της βρετανικής ηγεμονίας. Η ανθρωπολογία από την άλλη πλευρά, ανέλαβε την επιτέλεση του έργου της στο προκαθορισμένο πλαίσιο της αποικιοκρατικής διακυβέρνησης[19]. Στη Γαλλία, το σκηνικό των δύο συγγενών επιστημών λαογραφίας και ανθρωπολογίας, παρουσιάζει όμοια με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αν και η σχέση των δύο επιστημών βρίσκεται σε έντονη επιστημονική εγγύτητα, στο πλαίσιο του πολιτισμικού, ως καθοριστικού στοιχείου που εδραιώθηκε με την πολιτισμική ανθρωπολογία[20]
   Για να επανέλθουμε στο σημείο αυτό, στο κύριο θέμα του αν χείρας άρθρου, που δεν είναι άλλο από τον εξελικτισμό ως κύρια θεωρία έμπνευσης και καθοδήγησης της ελληνικής λαογραφίας, αρκεί να σημειώσουμε για μία ακόμη φορά, πως η δράση της γερμανικής λαογραφίας, πιστή στην εθνοκεντρική και εθνικιστική στάση, αποτέλεσε υπόδειγμα σε ένα πολλαπλό επίπεδο, για τη γένεση και την πορεία της λαογραφίας στον ελληνικό χώρο. Παρ’ όλη την ομοιότητα που παρουσιάζει η επιστήμη της ελληνική λαογραφίας με τη γερμανική, πρωτίστως στο επίπεδο του υποδείγματος, στην ελληνική περίπτωση η λαογραφία περιορίζεται σε μία επιλεκτική χρήση του τελευταίου. Στη Γερμανία του 19ου αιώνα, το κύριο ρεύμα που επικρατούσε ήταν αυτό του Ρομαντισμού, γεγονός που δεν ίσχυε για τα ελληνικά δεδομένα. Στην Ελλάδα επικρατούσε ο Διαφωτισμός και ενέπνεε τους λόγιους της εποχής. Η επιλεκτική χρήση στοιχείων του Ρομαντισμού εκ μέρους των Ελλήνων λόγιων, καθίστατο επιτακτική.
   Η γενικότερη ιδιάζουσα κατάσταση του ελληνικού χώρου της περιόδου του 19ου αιώνα, κυρίως από την απελευθέρωση και εξής, καθιστούσε, επίσης, επιτακτική, την ανάγκη της διαμόρφωσης, τόσο μίας εθνικής συνείδησης, όσο και ενότητας του νεοσύστατου κράτους. Στο πλαίσιο του Διαφωτισμού, ο οποίος δεν πίστευε στην ομοιομορφία των κρατών, η απόδειξη των παραπάνω θέσεων θα ήταν αδύνατη. Επομένως, η επιλογή των ιδιαίτερων στοιχείων του Ρομαντισμού, δοκιμασμένων στη Γερμανία, που αφορούσαν στο ένδοξο παρελθόν και στην αδιάσπαστη μορφή του κράτους, θα βοηθούσε στο έπακρο τους Έλληνες λόγιους, να συγκροτήσουν την ενότητά του έθνους και να υποδείξουν τα σημεία ταύτισης με το ένδοξο παρελθόν της αρχαίας Ελλάδας. Στο παραπάνω πλαίσιο ορίζεται ακριβώς ο στόχος και ο ρόλος της ελληνικής λαογραφίας, η απόδειξη δηλαδή μίας εθνικής συνέχειας από την αρχαιότητα στο σήμερα της εποχής του 19ου αιώνα, όπως επίσης, η αναγωγή των πολιτισμικών μορφωμάτων, ήθη, έθιμα, παραδόσεις κτλ στην αρχαιότητα, γεγονός που θα πιστοποιούσε, όχι μόνο το όνομα της Ελλάδας αλλά και την καταγωγή των κατοίκων της. Όσον αφορά στην τελευταία, το έργο της λαογραφίας εντείνεται, αμέσως μετά την κατηγορία του Fallmerayer προς τους νεοέλληνες, αναφορικά με την μη ταύτιση του αίματος των τελευταίων, με το αρχαιοελληνικό. Ο ρόλος της λαογραφίας περιορίστηκε στην απόκρουση της παραπάνω κατηγορίας, και στην προσπάθεια απόδειξης της άμεσης αρχαιοελληνικής συνέχειας, όχι βέβαια, στο βιολογικό επίπεδο της σύγκρισης του αίματος, αλλά στο συγκριτικό επίπεδο των πολιτισμικών στοιχείων και ιδιαίτερα των γλωσσικών, τα οποία συγκέντρωνε μέσω της μελέτης των δημοτικών τραγουδιών, των αινιγμάτων, των παροιμιών, όλων αυτών των στοιχείων που συγκαταλέγονται στα μνημεία του λόγου. Το θεωρητικό εργαλείο της λαογραφίας για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, αποτέλεσε η θεωρία που κυριαρχούσε στις επιστήμες του 19ου αιώνα, ο εξελικτισμός.
   Η ελληνική λαογραφία, στο πλαίσιο του εθνικού προσανατολισμού, με τη  βοήθεια της εξελικτικής θεωρίας και της θεωρίας των επιβιώσεων, ξεκίνησε τη συγκέντρωση διαφόρων πολιτισμικών στοιχείων τα οποία θα βοηθούσαν στην απόδειξη της συνέχειας του έθνους. Η επιλεκτική χρήση της λαογραφίας, δεν περιορίστηκε μόνο στην απομόνωση στοιχείων του ρομαντισμού, όπως προαναφέραμε, αλλά δανείστηκε επιλεκτικά, και στοιχεία από τη θεωρία του εξελικτισμού. Ο εξελικτισμός έτσι όπως θεραπεύτηκε από την ανθρωπολογία, κατά κύριο λόγο στην Ευρώπη, ερευνά μία κοινωνία με βάση τη γραμμική ανοδική εξελικτική πορεία. Στην παρούσα περίπτωση, όμως, η ελληνική λαογραφία αντιμετωπίζοντας δυσκολία ως προς το δεύτερο συνθετικό, δηλαδή στον ανοδικό παράγοντα της εξέλιξης της νεοελληνικής κοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη τη φαινομενική κατάσταση του ελληνικού χώρου του 19ου αιώνα, ο οποίος παρουσίαζε μία εικόνα, αντίστροφη ως προς την ανοδικότατα, η οποιαδήποτε σύγκριση με την αρχαιοελληνική κοινωνία θα χαρακτηριζόταν αμφίσημη.  Για το λόγο αυτό, η ελληνική λαογραφία περιορίστηκε στη γραμμική προσέγγιση των πολιτισμικών και ιστορικών φαινομένων, γεγονός που χαρακτηρίστηκε ως ιστορικισμός ή ψευδοιστορικότητα[21]
   Η εθνική συμπεριφορά της λαογραφίας του 19ου αιώνα στον ελληνικό χώρο, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως υπήρξε δικαιολογημένη. Ακόμη και μία εθνικιστική στάση, ενσωματωμένη στη γενικότερη κατάσταση μίας χώρας, πολύ περισσότερο της Ελλάδας του 1830, ή η συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας, όπως επίσης, και η σύσταση μίας γενικότερης εθνικής συνείδησης, θα μπορούσαν να θεωρηθούν κάλλιστα επιτακτικές. Στο νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος, βαρύνουσα σημασία παρουσίαζε, το γεγονός της τεκμηρίωσης της ενότητας του τοπικού και περιφερειακού στοιχείου στην ευρύτερη εθνική κλίμακα[22]. Η εθνική λαογραφία, με τη μελέτη και τη συγκέντρωση των πολιτισμικών μορφωμάτων των διαφορετικών τόπων του τότε ελληνικού χώρου, και με την αναγωγή αυτών στην αρχαιότητα, θα μπορούσε να υπερασπιστεί την ομοιομορφία ως προς την καταγωγή, αδιαμφισβήτητο στοιχείο εθνικής ενότητας. Η κοινή καταγωγή και συνύπαρξη στο χώρο, όπως επίσης, η κοινή γλώσσα με έντονες καταβολές στην αρχαιότητα, πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο την αέναη συνέχεια της ελληνικότητας.
   Με γνώμονα την παραπάνω κατάσταση της πρώιμης ελληνικής λαογραφίας, ερωτήματα που καταδικάζουν τη εθνική της στάση, που την ταυτίζουν, κακεντρεχώς, με τη συνέχεια και με το στοιχείο της αυτεπίγνωσης, ερωτήματα που τίθεντο εκ του ασφαλούς, και σε χρονικές περιόδους πολύ διαφορετικές από τις αλλοτινές, δεν έχουν καμία βάση, διότι απογυμνώνουν τη δράση της λαογραφίας, τόσο από το ιστορικό της πλαίσιο, όσο και από το είδος των ρόλων και των στόχων που κατά καιρούς ανέλαβε. Δικαίως η επιστήμη της λαογραφίας, όπως στην εποχή αμέσως μετά την Επανάσταση του 1821, έτσι και στην Αντίσταση τη δεκαετία του 1940, λαμβάνει εθνικά χαρακτηριστικά και βοηθά ως διανοητικό όπλο στην όποια μορφή ανασύστασης και αποκατάστασης του έθνους. Αν και τα παραπάνω πιστοποιούνται από ένα πλήθος περιπτώσεων, εδώ θα περιοριστούμε σε ένα και μόνο παράδειγμα, στη μελέτη του Γ. Μέγα, Η Ελληνική Οικία, ιστορική αυτής εξέλιξις και σχέσις προς την οικοδομίαν των λαών της Βαλκανικής, το οποίο επαληθεύει την υπόθεση στράτευσης λαογράφων επιστημόνων, προς την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων. Στο εν λόγω πόνημα, ο Μέγας, με τη μελέτη της ελληνικής οικίας και την αναγωγή της στην αρχαιότητα, όπως επίσης, με τη σύγκριση της τελευταίας με τις οικίες της Βαλκανικής, προσπαθεί να αποδείξει την ενότητα της ελληνικής αρχιτεκτονικής τεχνοτροπίας στο χώρο και στο χρόνο. Η συγγραφή της μελέτης, πραγματοποιήθηκε ύστερα από προτροπή του Υπουργείου Ανοικοδομήσεων το οποίο επιμελήθηκε και τη δημοσίευσή της. Δημοσιευμένη το 1949, αμέσως μετά τις εμφύλιες συρράξεις και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μία εποχή που το μεγαλύτερο ποσοστό των ελληνικών οικιών έχρηζε άμεσης συντήρησης, η οικονομική βοήθεια από το εξωτερικό υπήρξε επιτακτική. Σε περιόδους συρράξεων και πολέμου, επιτακτική και μόνο καθίσταται η δράση για υπεράσπιση της πατρίδας. Με τον ίδιο τρόπο που οι νέοι άντρες υπερασπίστηκαν με το όπλο την πατρίδα τους, έτσι και οι λόγιοι ή οι επιστήμονες κατά τις εν λόγω συγκυρίες, προσπαθούν να υπερασπιστούν τα ιδανικά της πατρίδας τους, με συμβολικό όπλο αυτό που προσφέρεται από την επιστήμη της λαογραφίας.
   Συνεπώς, τα ερωτήματα ως προς τον ρόλο της λαογραφίας, δεν είναι ανάγκη να αναφέρονται αποκλειστικά στον παρελθόν της, αλλά να αφορούν στους ρόλους και στη δράση της επιστήμης του σήμερα, κάτι που ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις συγγενείς της επιστήμες, στο πλαίσιο της διεπιστημονικότητας.    
   Συμπερασματικά, η επιστήμη της ελληνικής λαογραφίας του 19ου αιώνα, αν και ο όρος είναι λανθασμένος, γιατί η επίσημη καθιέρωσή της ως επιστήμη έγινε το 1909 στο περιοδικό λαογραφία[23], χαρακτηρίζεται από ένα εθνικό προσανατολισμό προς εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων. Με την εξελικτική θεωρία, πλάι στην οποία συμπορεύτηκε για ένα μακρύ χρονικό διάστημα, προσπάθησε να συλλέξει λημματογραφικά τα επιβιώματα  του παρελθόντος, ώστε να αποδείξει την αρχαιοελληνική συνέχεια, επιτακτικό γεγονός στο πλαίσιο του νεοϊδρυθέντος κράτους. Την ίδια εθνική στάση συνέχισε και στον 20ο αιώνα, μέχρι τα μέσα αυτού, οπότε και ήρθε σε άμεση επαφή με την επιστήμη της ανθρωπολογίας, γεγονός που μετέτρεψε τόσο τον προσανατολισμός της όσο και το μεθοδολογικό και θεωρητικό της πλαίσιο, από εθνικό σε κοινωνικό.

 Ιωάννινα 2012









[1] Ο όρος νεωτερικότητα έγκειται στην κοινή ιστορική διαδικασία των δύο επιστημών, στο πλαίσιο της συγκρότησης τη ευρωπαϊκής κοινωνίας και οικονομίας των σύγχρονων εθνικών κρατών και των ιδεολογικών και πολιτικών αναζητήσεων. Όσον αφορά στις δύο τελευταίες, το κίνημα του Ρομαντισμού από τη μία, και ο εθνικός προσανατολισμός στο πολιτικό επίπεδο της κάθε χώρα, από την άλλη, διαμόρφωσαν το γόνιμο έδαφος στο οποίο αναπτύχθηκαν τόσο η επιστήμη της ανθρωπολογίας όσο και της λαογραφίας. Βλ. στο Βασίλης Νιτσιάκος, Για τη λαογραφία και την κοινωνική ανθρωπολογία, ξανά, στο (συλλογικό) Ελευθέριος Π. Αλεξάκης, Κατσιλιέρη Μαρινέλλα, Οικονόμου Ανδρομάχη, Όψεις της ανθρωπολογικής σκέψης και έρευνας στην Ελλάδα, Ελληνική Εταιρεία Εθνολογίας, Αθήνα, σελ. 263.
[2] Ο όρος συγγενείς επιστήμες, συμπεριλαμβάνει εκτός των επιστήμων της ανθρωπολογίας και λαογραφίας, τις επιστήμες εθνογραφία, εθνολογία, κοινωνιολογία, όπως επίσης και την επιστήμη της ιστορίας, ενταγμένων στο γενικότερο πλαίσιο των ανθρωπιστικών-κοινωνικών επιστημών. Βλ. στο Βασίλης Νιτσιάκος, Προσανατολισμοί, Μια κριτική εισαγωγή στη Λαογραφρία, Κριτική, Αθήνα 2008, σελ. 147. Για τη σχέση των παραπάνω επιστημών και τις κοινές συντεταγμένες ως προς το μεθοδολογικό και θεωρικό επίπεδο βλ. (κεφάλαιο) Ιστορία, προφορική ιστορία, ανθρωπολογία και λαογραφία στο Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Λαογραφικά Μελετήματα 2, Πορεία, Αθήνα 1993, σελ.251-257.
[3] Ο όρος «παραδοσιακός πολιτισμός» αποτελεί μετονομασία του όρου λαϊκού πολιτισμού από την Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, και αφορά, ως επί το πλείστον, στον αγροτικό λαό. Η μελέτη του αγροτικού τομέα αποτελεί, εν μέρει, το κοινό σημείο προβληματισμού και διερεύνησης μεταξύ των επιστημών λαογραφίας και ανθρωπολογίας. Βλ. στο (κεφάλαιο) Λαϊκός Πολιτισμός στο Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Λαογραφικά Μελετήματα 2, Πορεία, Αθήνα 1993, σελ. 29-34 και στο (εισαγωγή) Δ. Τσαούσης, ΙΙ, Σημασία και συμβολή της κοινωνικής ανθρωπολογίας, στο Γκ. Λιενχαρντ, Κοινωνική ανθρωπολογία, Η κοινωνική ανθρωπολογία στην Ελλάδα, Gutenberg, Αθήνα 1985, σελ. 18- 22.
[4] Σίβυλλα Δημητρίου-Κοτσώνη, Ανθρωπολογία και Ιστορία, Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σελ. 46.
[5] Τα πολιτικά και ηθικο-κοινωνικά συμφέροντα, αφορούν στις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, και κυρίως αυτές που είχαν επεκτείνει την κυριαρχία τους στις νέοανακαλυφθείσες χώρες και είχαν ιδρύσει εκεί αποικίες. Βλ. στο Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Η Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας, ό.π., σελ. 20.
[6] Σωτήρης Δημητρίου (εισαγωγή), στο Μώς Μαρσέλ, Το Δώρο, Μορφές και λειτουργίες της ανταλλαγής, μτφ. Άννα Σταματοπούλου-Παραδέλλη, Καστανιώτη, Αθήνα 1979, σελ.  16.
[7] Philippe Laburthe-Tolra, Jean-Pierre Warnier, Εθνολογία Ανθρωπολογία, (επιμ.) Εύα Καλπουρτζή, μτφ. Βάνα Χατζάκη, Κριτική, Αθήνα 2003, σελ. 30-31.
[8] Thomas Hylland Eriksen, Μικροί τόποι μεγάλα ζητήματα, Μια εισαγωγή στην κοινωνική και πολιτισμική ανθρωπολογία, (επιμ.) Ιωάννης Μάνος, μτφ. Αθανάσιος Κατσικέρος, Κριτική, Αθήνα 2007, σελ. 29-30.
[9] Σίβυλλα Δημητρίου-Κοτσώνη, ό.π., σελ. 46.
[10] Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Η Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας, ό.π., σελ. 21.
[11] Στο ίδιο, ό.π., σελ. 21.
[12] Βασίλης Νιτσιάκος, ό.π., στο ίδιο, σελ. 265.
[13] Σίβυλλα Δημητρίου-Κοτσώνη, ό.π., σελ. 52.
[14] Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π., σελ. 26.
[15] Στο ίδιο, σελ., 22.
[16] Στο ίδιο, σελ., 30.
[17] Στο ίδιο, σελ., 27.
[18] Βασίλης Νιτσιάκος, ό.π., στο ίδιο, σελ. 266.
[19] Βασίλης Νιτσιάκος, ό.π., στο ίδιο, σελ. 265.
[20] Στο ίδιο, σελ. 265.
[21] Βασίλης Νιτσιάκος, Προσανατολισμοί, Μια κριτική εισαγωγή στη Λαογραφία, στο ίδιο, ό.π., σελ. 29.
[22] Στο ίδιο, σελ. 28.
[23] Στο ίδιο, ό.π., σελ. 15.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου