Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Η Μελιβοιώτισσα στην εποχική μισθωτή αγρεργασία Αναπαραστάσεις και «κατασκευή» της αγρεργατικής ταυτότητας


Παράθεμα από τη Εξαμηνιαία μεταπτυχιακή εργασία με τίτλο: 
Η γυναίκα στην εποχική μισθωτή αγρεργασία 
Η Παραδειγματική περίπτωση του χωριού Μελίβοια (1950-1980).
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2012




Οδυσσέας Ν. Τσιντσιράκος




Η Μελιβοιώτισσα στην εποχική μισθωτή αγρεργασία
Αναπαραστάσεις και  «κατασκευή» 
της αγρεργατικής ταυτότητας 



Η περίοδος του 1950 διακρίνεται για το ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων του αγροτικού τομέα. Αυτό οφείλεται στην καταστροφική δίνη της δεκαετίας 1940-1949. Η οικονομική αθλιότητα που προκλήθηκε ήταν μεγάλη, η εργατική δύναμη πλεονάζουσα και ο μισθός πολύ χαμηλός. Στην πορεία των χρόνων, και ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και ύστερα, το οικονομικό ενδιαφέρουν του αγροτικού τομέα αναβαθμίζεται. Οι εντεινόμενες τρέχουσες εξελίξεις επηρεάζουν σταδιακά τις σχέσεις παραγωγής. Η μαζική είσοδος σύγχρονων μέσων παραγωγής και μηχανημάτων διευκολύνουν ποικιλοτρόπως τον αγροτικό τομέα[1]. Ως εκ τούτου, σημειώνεται μία σημαντική ανάπτυξη στον αγροτικό τομέα που ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο ύστερα από την εφαρμογή των νόμων που ορίζουν την καπιταλιστική αγορά, γεγονός που οδήγησε στην άμεση συγκέντρωση γης[2].
Με γνώμονα την παραπάνω περιγραφή, στη γενικότερη γεωργική περιοχή της επαρχίας Αγιάς, οι καλλιέργειες και ο απαιτούμενος αριθμός αγρεργατών σημείωσαν ιδιαίτερη αύξηση. Οι νέες καλλιέργειες, οι νέοι μέθοδοι καλλιεργειών, αλλά και η σημαντική αύξηση της δεντροκαλλιέργειας απαιτούσαν μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών. Οι νέες αυτές αλλαγές στον αγροτικό χώρο που αφορούν, ως επί το πλείστον, στην άμεση συγκομιδή των παραγόμενων προϊόντων, έχουν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της «εποχικότητας», στοιχείο που δικαιολογεί την έντονη εποχική μισθωτή απασχόληση.
Οι αγρότες που δραστηριοποιούνται στην ευρύτερη περιοχή της Αγιάς, στο πλαίσιο της γενικότερης ανοδικής πορείας της γεωργικής παραγωγής κατά την περίοδο που εξετάζουμε, ξεκίνησαν να συγκεντρώνουν γη προς καλλιέργεια. Η ενοικίαση ή αγορά νέων εκτάσεων αύξησε την παραγωγή, με αποτέλεσμα την επιτακτική ανάγκη για εργατικά χέρια. Τις παραπάνω ανάγκες κάλυψαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα οι κάτοικοι της Μελίβοιας.
            Οι καλλιέργειες στην περιοχή της Αγιάς ποικίλουν. Το μεγαλύτερο ποσοστό της καλλιεργήσιμης γης καλυπτόταν από μηλιές, κάτι που ισχύει ακόμη και σήμερα. Άλλα είδη καλλιέργειας ήταν οι αχλαδιές, μυγδαλιές, κερασιές όσον αφορά στην δεντροκαλλιέργεια ενώ μεγάλο ποσοστό κατείχε η παραγωγή βαμβακιού, σιτηρών και γεώμηλων, ειδικότερα στην δεκαετία του 1950. Όσον αφορά στην καλλιέργεια των τελευταίων, το μάζεμά τους σηματοδότησε κατά κάποιο τρόπο την έναρξη του φαινόμενου της εποχικής αγρεργασίας από τους κατοίκους της Μελίβοιας.

«Αντωνία: …στην Αγιά στα μεροκάματα πηγαίναμε πρωί (…) μας έπαιρναν στις πατάτες… να βγάλουμε πατάτα. Πηγαίναμε στις πατάτες με τουν ήλιου, του πρωί να βγαίνει ο ήλιος στο χωράφι και να φεύγουμε όταν σουρούπωνε. Να ερχόμαστε πάλι περπατούντα από την Αγιά. Πολύ δύσκολα χρόνια.»

«Χρυσούλα: ...τότε, μπρουστά μπρουστά[3], παϊνάμει στς’ πατάτις. Και κινούσαμει από δώ, περπατούντα, πως εφτανάμει σν Αγιά (απορεί), και όλη μέρα σκυμμένοι μαζουνάμει πατάτες και του βράδ’ πίσου περπατούντα εδώ να έρχεσει...»

« Εργοδότης: …έρχονταν οι Αθανατιώτες[4] με τα μουλάρια και τσ’ παντόφλες στα χέρια και έπαιρναν πατάτες στον ώμο. Ήθελαν να δουλέψουν τον πρώτο καιρό, και να μασν’ πατάτες για τα γρούνια. Ερχόνταν οι Αθανατιώτσις, για να παρν’ και πατάτις για του σπίτι, κομμένες, ότι χτυπούσε το αλέτρι και αυτά, και μάζευαν το βράδυ πατάτες. Έφτιαχναν ένα φόρτωμα πόσο να’ ταν; Εγώ όμως δεν ήθελα να τους εκμεταλλευτώ, τους πλέρωνα και το μεροκάματο και μάζευαν και τις πατάτες

Από τις πληροφορίες που αντλούμε από τη συνέντευξη ενός εκ των μεγαλύτερων εργοδοτών της Αγιάς τα «μεροκάματα» των Μελιβοιωτών ξεκίνησαν με το μάζεμα των γεώμηλων. Στην αρχή, έτσι όπως προκύπτει από την αφήγησή τους, τα ημερομίσθια των εργατών πληρώνονταν σε είδος. Αρκετοί ήταν αυτοί που βοηθούσαν στο μάζεμα των γεώμηλων με αντάλλαγμα το ίδιο το προϊόν. Η μίσθωση με το παραγόμενο προϊόν, αντί για χρήματα, ήταν υπαρκτό φαινόμενο, ιδιαίτερα στην δεκαετία του 1950. Στο μάζεμα του βαμβακιού, κατά κύριο λόγο, οι εργάτες έπαιρναν ως μισθό ένα ποσοστό επί της ημερήσιας ποσότητας που οι ίδιοι θα συγκέντρωναν.
  
«Αντωνία: …έρχουνταν και έλεγαν, ελάτε να μάσετε βαμπάκι, όσο θα μάσετε τόσο θα πληρωθείτε. Εγώ με την αδερφή παϊνάμει στα βαμπάκια και με άλλα κουρίτσια από τον μαχαλά…»

«Μαρία: …του μιρουκάματου τότε πήγαινε με το κιλό, όσο μαζουνάμει τόσο πληρωνομέστουν…»

Η μισθωτή εποχική αγρεργασία αποτελεί γεγονός σε περιοχές όπου το ποσοστό της παραγωγής ήταν δυσανάλογο από το ποσοστό των εργατικών χεριών. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως η εποχική μισθωτή εργασία παρουσιάζει τη μορφή «ανταλλακτικής» αξίας[5] μεταξύ των αγροτών. Οπότε, σε εποχές αιχμής ή αυξημένης έντασης της εργασίας, η αλληλοβοήθεια ή η μίσθωση για τη διεκπεραίωση των απαραίτητων εργασιών θα βοηθούσε τους αγρότες της ίδιας κοινωνίας. Αν και η παραπάνω οπτική έχει μία βάση, από τη στιγμή που η αλληλοβοήθεια μεταξύ των μικροκαλλιεργητών έπαιζε σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο του κοινού αγροτικού χώρου, στην περίπτωση των μεγαλοκαλλιεργητών της Αγιάς η μίσθωση των εποχικών αγρεργατών, που ως επί το πλείστον ήταν κάτοικοι της Μελίβοιας, άρα δεν βρίσκονταν στο πλαίσιο του κοινού τόπου, παρουσίαζε τη μορφή της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης έτσι όπως αυτή ορίζεται στο πλαίσιο της καπιταλιστικής επιχείρησης[6]. Οι αγρότες της Αγιάς είχαν το ρόλο του εργοδότη ο οποίος έχει τα μέσα παραγωγής και μισθώνει τη διαθέσιμη εργατική δύναμη, στοιχείο που τους φέρνει κοντά στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας. Για την υπεροχή των κατοίκων της Αγιάς και για την εμφανή ανώτερη παραγωγική κατάσταση έναντι των Μελιβοιωτών θα μιλήσουμε παρακάτω.
Ο μεγάλος αριθμός μισθωτών (η πλειονότητα του χωριού Μελίβοια), καθώς και οι μεταβολές της μισθωτής εργασίας, διαμορφώνουν τις κατάλληλες συνθήκες ώστε η γεωργία στην περιοχή της Αγιάς να παίρνει τη μορφή της καπιταλιστικής αγοράς[7]. Η ενσωμάτωση της γεωργίας στο συνολικό καπιταλιστικό σύστημα επιτυγχάνεται από την ανέλιξη της οικογενειακής εμπορευματικής παραγωγής. Πλέον, η εργασία του γεωργού στον αγρό πρέπει να θεωρείται από τον ίδιο ως εργασία στην «αγροτική επιχείρηση» επιτυγχάνοντας έτσι μία απρόσωπη ενσωμάτωση της γεωργίας στον καπιταλισμό[8].
Η ανάπτυξη των μικρομεσαίων αγροκτημάτων υποβοηθιέται από τη μισθωτή εργασία των μικρών παραγωγών. Οι πολύ μικροί γεωργοί μπορούν να προσφέρουν το βασικό της μισθωτής εργασίας για τις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Στο προαναφερόμενο σχήμα οφείλεται η υπαρκτή οικονομική διαφορά των αγροτών της Αγιάς επί των αγροτών της Μελίβοιας. Ο βασικός παράγοντας βέβαια που έδωσε στους πρώτους το πλεονέκτημα ώστε να ορθοποδήσουν και να μπορέσουν να επιτύχουν μία εξέλιξη στον αγροτικό τομέα είναι ο παρακάτω:

«Εργοδότης: …από το 1954 και ύστερα που ανοίξαμε τα πηγάδια, έρχονταν οι Αθανατιώτες (για μεροκάματα) (…) αφού ανοιξάμε τα πρώτα νερά, απ’ το 55 και ύστερα, ερχόταν οι Αθανατιώτσις… »
Όπως προκύπτει από την αφήγηση του «εργοδότη», το βασικό στοιχείο που έκανε την ευρύτερη αγροτική περιοχή της Αγιάς να υπερτερεί ως προς την παραγωγικότητα και τον αριθμό των καλλιεργήσιμων γαιών, ήταν το νερό. Η κωμόπολη της Αγιάς, βρίσκεται στην πεδινή περιοχή σε απόσταση 35 χιλιομέτρων βορειοανατολικά της πόλης της Λάρισας. Όντας το μέρος πεδινό, μέσα στον έφορο θεσσαλικό κάμπο, η εύρεση του πολυτιμότερου στοιχείου για τη γεωργία ήταν εύκολη υπόθεση. Το νερό για την απαραίτητη άρδευση των καλλιεργειών μπορούσε να αντληθεί ύστερα από σκάψιμο μόλις πέντε μέτρων από την επιφάνεια της γης. Επομένως, αναρίθμητα πηγάδια βάθους 5 έως 7 μέτρων, όπως επίσης γεωτρήσεις με συστήματα άρδευσης, έδωσαν το πλεονέκτημα στους παραγωγούς της Αγιάς σε αντίθεση με τους παραγωγούς της Μελίβοιας. Με άφθονο νερό και με σχετικά μικρό κόστος άντλησης και εύρεσης αυτού, η παραγωγή και η καλλιέργεια των μήλων, αχλαδιών, κερασιών, γεώμηλων κ.ά., μπορούσε εύκολα να πολλαπλασιαστεί. Ως εκ τούτου, οι αγρότες της Αγιάς δημιουργούσαν όλο και περισσότερα κτήματα και ζητούσαν όλο και περισσότερο εργατικά χέρια. Στην αντίθετη όχθη, το χωριό της Μελίβοιας, στα 350 με 400 μέτρα υψόμετρο και τη γεωργική της γη να εκτίνεται σε όλο τον βορειοανατολικό Κίσαβο, η άντληση της απαραίτητης ποσότητας νερού ήταν δύσκολη ως και ακατόρθωτη υπόθεση.
            Οι αγρότες της Μελίβοιας έπρεπε να περιμένουν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ώστε να δημιουργηθούν οι πρώτες γεωτρήσεις για την απαραίτητη άρδευση της καλλιεργήσιμης γης. Βέβαια, υπήρχαν και ορισμένοι που τύγχανε να κατέχουν κτήματα κοντά σε φυσικές πηγές - αναβρικά του Κισάβου, οπότε μπορούσαν να παράγουν κάποια καλή ποσότητα προϊόντων ώστε να ζήσουν τις οικογένειές τους.
            Η περιορισμένη ποσότητα ποτιστικής γης περιόριζε την κοινωνία της Μελίβοιας να ζει σε κατάσταση φτώχιας και η ιδέα του μεροκάματου φάνταζε «όνειρο θερινής νυκτός». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως οι φράσεις «χαρά μεγάλ’ να πάρουμει κανα μεροκάματο» ή «αρκεί να βρίσκαμε, παρακαλούσαμε να βρούμε δουλειά» επαναλαμβάνονται αρκετές φορές στις αφηγήσεις των πληροφορητών.
            Οι κάτοικοι της Μελίβοιας μετακινούνταν προς την πεδινή περιοχή της Αγιάς κατά τη διάρκεια των περιόδων έντασης της αγροτικής εργασίας. Οι περίοδοι αυτοί έχουν την κυκλική φορά του αγροτικού-παραγωγικού χρόνου, το χρόνο που καθορίζεται από τον κύκλο των εποχών, το χρόνο που έχει το σχήμα χειμώνας-άνοιξη = σπορά-καρποφορία, με βάση το οποίο καθορίζονται οι αγροτικές εργασίες[9].  Σύμφωνα με το σχήμα αυτό, κατά την εποχή άνοιξη, από τον Μάρτιο μέχρι και τον Απρίλιο, οι κάτοικοι της Μελίβοιας απασχολούνταν με το κλάδεμα[10] των δέντρων (μηλιές, αχλαδιές). Λίγο αργότερα, κατά τον μήνα Μάιο, ξεκινούσε η περίοδος της έντασης της αγρεργασίας καθώς από τις 7 του ίδιου μήνα έως και το τέλος του Ιουνίου είναι η εποχή της καρποφορίας των κερασιών. Στην Αγιά η παραγωγή κερασιών ήταν αυξημένη. Τις προηγούμενες δεκαετίες η ποικιλία των δέντρων των κερασιών διαφοροποιούνταν από την σημερινή. Τα δέντρα της κερασιάς τότε έφταναν έως τα 15 μέτρα ύψος. Το γεγονός αυτό δυσκόλευε το μάζεμά τους και η εργασία στα «κεράσια» χαρακτηρίζονταν από έντονη κούραση και επικινδυνότητα.

«Μαρία: Τσ’ σκάλες τσ’ τρανές μας τσ’ έβαζαν αυτοί (οι άντρες)… και απάν που ανεβινάμει, βάναμει σκοινιά, και παν στα σκοινιά πατούσαμει και μαζουνάμει τα κεράσια. Σαν οριβάτες. Και να μην φτάνει αυτό, ένας γείτονας εδώ, με λέει μια μέρα:
- Κατέβα μουρί, ξέρς πως σι βλέπου; σαν γκάϊα[11] σι βλέπου. Κατέβα άμα πες απ’ αφτού, πάει σκουτώθκεις. Για να βγεί το μεροκάματο. Με αίμα, με αίμα. (…) εμείς να ήμαστει μι δύο σκάλις δίποδες διμένις, να ανεβαίνουμει να ακουμπούμει στα σύρματα τσ’ ΔΕΗ (δείχνει το ύψος με το χέρι) που μαζώναμει κεράσια, δεν τα κλάδευαν τότε τα δέντρα, ακουμπούσαμει στα σύρματα τσ’ ΔΕΗ, να καούμει κιώλα...»

«Μαρία: (…) Περασάμει πάρα πουλά. Να’σει του θέρου μήνα, στν’ κουρφί στην φιρικιά και να σι κανταριάζ΄ η ήλιους απου παν, αραιουνάμει (αραιώναμε τα μήλα), κι ήμουν 6 μηνού αγκαστρωμέν’. Πού πάϊνα; Και να είμει ανεβασμέν’ απάν. Γίγκαν (έγιναν) τα πουδάριαμ’ ούλου φλεβίτις.»


Κατά την ίδια περίοδο με αυτή της συγκομιδής των κερασιών οι εργασίες που έπρεπε να πραγματοποιηθούν ήταν πολλές και διαφορετικές. Έτσι, ο μήνας Ιούνιος αποτελεί μία περίοδο υψηλής έντασης των αγροτικών εργασιών με αποτέλεσμα η ζήτηση για εργατικά χέρια να είναι επίσης αυξημένη. Αυτή την εποχή η πλειονότητα των κατοίκων της Μελίβοιας θα αναζητούσε και θα έβρισκε ημερομίσθιο στην κοντινή κωμόπολη της Αγιάς. Παράλληλα με τη συγκομιδή των κερασιών στις αρχές του Ιουνίου, ξεκινούσε το αραίωμα των μήλων μία διαδικασία που απαιτούσε περισσότερες από 20 μέρες για να ολοκληρωθεί. Κατά το μήνα Ιούνιο επίσης, ομάδες-συνεργεία γυναικών εγκατέλειπαν τον ορεινό χώρο της Μελίβοιας και μετακινούνταν στις πεδινές περιοχές του θεσσαλικού κάμπου. Στα μέσα του Ιουνίου-Θέρου, η εργασία στο θέρισμα των σιτηρών είχε εντεινόμενο ρυθμό.
Όπως γίνεται αντιληπτό από την παραπάνω περιγραφή, στη χρονική περίοδο από τις αρχές του Μάη μέχρι και τα  μέσα του Ιουλίου, η ένταση των αγροτικών εργασιών είναι αυξημένη και η εύρεση του απαιτούμενου ημερομισθίου γινόταν σχετικά εύκολα. Αντίθετα, ο μήνας Αύγουστος χαρακτηριζόταν από χαλαρότερους εργασιακούς ρυθμούς, διότι η αγρεργασία περιορίζονταν μόνο στο πότισμα και την περιποίηση των βαμβακοεκτάσεων και των δενδροκαλλιεργειών. Ελάχιστοι χρειάζονταν για το πότισμα και το σκάλισμα των καλλιεργειών την εποχή αυτή. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο κατά το μήνα Σεπτέμβρη. Η έναρξη των εργασιών για το μάζεμα του βαμβακιού όπως επίσης και η συγκομιδή των μήλων καθιστούσε τους κατοίκους της Μελίβοιας έτοιμους για τον αγώνα προς την αναζήτηση του σημαντικού «μεροκάματου». Η πληθώρα των καλλιεργειών τόσο των μήλων όσο και του βαμβακιού έχριζε άμεσης εύρεσης εργατικών χεριών. Κατά την περίοδο αυτή, σύσσωμη η κοινωνία της Μελίβοιας εργάζονταν στο κάμπο της Αγιάς για τη συγκομιδή των μήλων ενώ δεν έλλειπαν οι μετακινήσεις σε μεγαλύτερη απόσταση  προς τα χωριά του Θεσσαλικού κάμπου για το μάζεμα του βαμβακιού.
Το πέρας του κυκλικού-εποχιακού-αγροτικού χρόνου καθοριζόταν από την λήξη των εργασιών με τη συγκομιδή των μήλων. Στα τέλη του Οκτώβρη, οπότε και τελείωνε το μάζεμα των μήλων, τα μεροκάματα θα λιγόστευαν ή θα σταματούσαν εντελώς. Έτσι, οι Μελιβοιώτες θα έβρισκαν λίγο χρόνο να ασχοληθούν με τη συγκομιδή των δικών τους ελιών, καθώς οι περισσότερες οικογένειες της Μελίβοιας διέθεταν αρκετές ρίζες ελιάς. Τον Δεκέμβριο ορισμένοι θα μπορούσαν να αναζητήσουν κάποιο ημερομίσθιο στο μάζεμα των «χειμωνιάτικων-όψιμων» γεώμηλων που καλλιεργούνταν στον κάμπο της Αγιάς.

«Χαρίκλεια: …έρχεται μία και μας λέει να πάμε στην χειμωνιάτικη την πατάτα. Καθίσαμε 8 μέρες, πήραμε λεφτά κάργα και το ευχαριστήθηκα. Πηγαίναμε νύχτα από δω με τα πόδια στην Αγιά και φοβόμασταν γιατί υπήρχαν κίνδυνοι.»

Ένα στοιχείο που δεν έχει διευκρινιστεί μέχρι στιγμής αφορά στην περιποίηση των ίδιων των αγροκτημάτων των Μελιβοιωτών. Πρωτύτερα σημειώσαμε πως τόσο το ποσοστό της καλλιεργήσιμης γης όσο και το ποσοστό της παραγόμενης ποσότητας προϊόντων στη Μελίβοια ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό της Αγιάς. Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως οι κάτοικοι της Μελίβοιας δεν είχαν στην κατοχή τους κτήματα ή δεν περιποιούνταν αυτά. Η περιποίηση των δικών τους κτημάτων γινόταν από του ίδιους, παράλληλα με την εποχική εργασία στην Αγιά. Η εποχή της μειωμένης έντασης της εποχικής εργασίας ήταν η καλύτερη περίοδος για τους Μελιβοιώτες να ασχοληθούν με τα κτήματά τους. Ως εκ τούτου, η εποχική αγρεργασία των Μελιβοιωτών είχε χαρακτήρα συμπληρωματικό ως προς το εισόδημά τους. Τα άμεσα χρήματα που θα συγκέντρωναν από την εποχική τους εργασία θα διευκόλυναν συμπληρωματικά στην βιωσιμότητα της οικογένειας.

¤¤¤

Στο σημείο αυτό θα επιστρέψουμε στο κύριο θέμα της παρούσας εργασίας που δεν είναι άλλο από τη γυναικεία εποχική αγρεργασία στην περιοχή της Αγιάς από τις γυναίκες κάτοικοι της Μελίβοιας. Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης πρωταρχική σημασία κατέχει η μελέτη και η ανάλυση των αναπαραστάσεων των γυναικών-πληροφορητριών και η άμεση μελέτη της συλλογικής τους μνήμης. Μέσω της προφορικής ιστορίας αντλήσαμε τις συλλογικές αναπαραστάσεις των γυναικών εποχικών αγρεργατών, οι οποίες με την πολυετή ενασχόλησής τους στα εν λόγω «μεροκάματα» σημείωσαν μία ιδιαίτερη αγρεργατική ταυτότητα.
Η γυναίκα Μελιβοιώτησα, είναι μαθημένη στη σκληρή γεωργική εργασία καθώς προέρχεται από ένα καθαρά αγροτικό περιβάλλον. Η εποχική αγρεργασία για τις εν λόγω γυναίκες ξεκινά κατά μέσο όρο, από την ηλικία των 14 χρόνων. Η γυναίκα αγρεργάτρια της Μελίβοιας, ακολουθώντας την εποχική αγρεργασία σύμφωνα με το αγροτικό-κυκλικό χρόνο, πλάι στη μητέρα της ή άλλους συγγενείς της, εργάζεται σκληρά ώστε το ημερομίσθιο που θα κερδίσει με κόπο και ιδρώτα να βοηθήσει τόσο στο σύνολο της οικογένειά της όσο και σε προσωπικό επίπεδο, αποταμιεύοντας χρήματα ή εξαργυρώνοντας τα σε είδος που μεταφράζετε σε προίκα.
Στο σημείο αυτό κρίνουμε σωστό να ακούσουμε τις φωνές των ίδιων των γυναικών, έτσι όπως προκύπτουν από τις αφηγήσεις τους και σχετίζονται με τη σκληρή δουλειά της εποχικής αγρεργασίας.

«Χρυσούλα: Εγώ πάϊνα και στουν Σκάλου[12] στα βαμπάκια, αυτού σαπέρα στουν κάμπου, και δεν είχαμει νιρό και πήγαμει σι μια τουλούμπα… να (που) βρουμουκουπάει. Κι ήπιαμει απ’ αυτό το νερό. Απου κατ’ απ’ την πλατουφόρμα καθουμάσταν και ετρουγάμει μια μπουκουσιά ψουμί …και του νερό θερμός. Ως τα Χριστούγεννα μαζουνάμει βαμπάκι, και του βαμπάκι αυτό είχει κρουσταλιές πιασμένες απ’ του κρύου. Εγώ του φουβούμουν τόσο πολύ αυτό και κάθουμαν λίγου σν άκρια ώσπου να βαρέσ’ (βγει) ο ήλιος, δεν μπουρούσα να μάσου…»

«Αντωνία: Εγώ με την αδερφή παϊνάμει στα βαμπάκια. Και μαζεύαμε πολύ-πολύ βαμπάκι, δεν λέω και η πρώτη, μάζευαν και άλλες περισσότερο, αλλά το βαμπάκι ήταν πάρα πολύ δύσκολο στη δουλειά. Εγώ στη ζωήμ’, φοβήθκα του βαμπάκι, το μεταξοσκώληκα, και το κουρκάρι, ήταν πολύ δύσκολες δουλείες. Και πήγαμε στα βαμπάκια, μαζεύαμε με την αδερφή και με άλλα κουρίτσια από το μαχαλά. Μαζεύαμε και κοιμούμασταν εκεί στις απουθήκες. Εκεί, ήταν πάλι ακόμη πιο σκληρή η δουλειά, στις αποθήκες, ήταν μία μακρόστενη αποθήκη και επερνάμε από δω κουβέρτα, φαγητά, μερικές φορές μας έδωναν και αυτοί από κει, μερικές φορές  παίρναμε και από δω. Και μαζεύαμε, πρωτού βγεί ο ήλιος ήμασταν στο χωράφι. Να μάσουμε 100 οκάδες; 90; 80; Οι πρώτες μάζευαν και πάνω από 100. Οι άλλες λίγο παρακάτ’ . Εγώ δεν ήμουν ούτε από τις πρώτες ούτε από τις τελευταίες, ήμουν από τις κανονικές. Μάζευα και εγώ πολύ. Και πηγαίναμε εκεί εφτά μέρες, κάθε εφτά μέρες ερχόμασταν ξανά εδώ στο σπίτι. Να πάρουμε ρούχα να πλυθούμε να πάρουμε ετοιμασία, και άντε πάλι ξανά. Αυτή η δουλειά γίνουνταν στα δικά μας τα χρόνια.
   Και πηγαίναμε και στην Αγιά. Στην Αγιά στα μεροκάματα που πηγαίναμε, εδώ στη γειτουνιά μας ήταν η Θειάμ η Σμαράϊδω, η μάναμ, η θεια η άλλη η Κατίνα, ήταν πολλά κουρίτσια. Πηγαίναμε το πρωί, μας έπερναν στις πατάτες. Να βγάλουμε πατάτα. Πηγαίναμε στις πατάτες με τουν ήλιο πάλι και εκεί, του πρωί να βγαίνει ο ήλιος στο χωράφι και να φεύγουμε όταν σουρούπουνι. Να ερχόμαστε πάλι περπατούντα από την Αγιά. Πολύ δύσκολα χρόνια.»

«Αντωνία: …μετά εφάρμοσαν το οχτάωρο, που γιόρτασαν την πρωτομαγιά. Τα πρώτα χρόνια όταν πηγαίναμε στην πατάτα δουλεύαμε μέχρι να σουρουπώσει.»

«Χαρίκλεια: …καθίσαμε εκεί 8 μέρες και μας έβαλε στη σάλα. Η αφεντικίνα ήταν πολύ καλή. Μία μέρα μας έφτιαξε ένα φαγητό, πατάτες. Το φαγητό το είχε μαγειρέψει σε πριονίδια, και μου άρεσε πολύ. Είχε ανάψει φωτιά με τα πριονίδια.»

«Καλλιόπη: Πήγα στην Κουκουράβα στα βαμπάκια, μια βδουμάδα έκατσα. Το πρωϊ πηγαίναμε στο χωράφι και το βράδυ μας φιλοξενούσαν σε ένα δωμάτιο στο σπίτι. Μας έφτιαχναν το βράδυ φαγητό. Ήμασταν πολλές γυναίκες, 8…»

Όπως προκύπτει από τις παραπάνω αφηγήσεις, η δυσκολία της αγρεργασίας μεταφράζεται σε πολλαπλό επίπεδο. Την περίοδο εποχικής αγρεργασίας οι γυναίκες μετακινούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στις περιοχές όπου υπήρχε ζήτηση για δουλειά. Πριν ξεκινήσουν για τα «μεροκάματα» έπρεπε να κάνουν τις κατάλληλες προετοιμασίες. Φαγητό και ρουχισμός ήταν απαραίτητα εφόδια που έπρεπε να μεταφέρουν μαζί τους. Ο χώρος διαμονής τους περιορίζονταν στις αποθήκες των εργοδοτών τους. Εκεί, θα κατασκήνωναν για το απαιτούμενο χρονικό διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών. Το φαγητό πολλές φορές έπρεπε να το ετοιμάζουν μόνες τους στις εγκαταστάσεις. Για την ετοιμασία του φαγητού ορισμένες φορές οι εργοδότες προσλαμβάνανε συγκεκριμένες γυναίκες, συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας, που προορίζονταν αποκλειστικά για το μαγείρεμα. Άλλες φορές η ίδια «αφεντικίνα» μαγείρευε για το φιλοξενούμενο συνεργείο.
            Το δεύτερο επίπεδο δυσκολίας, όπως προέκυψε ιδιαίτερα από την αφήγηση της κυρίας Αντωνίας υπήρξε το ωράριο εργασίας. Στη δεκαετία του 1950 μέχρι και τις αρχές του 60, το ωράριο καθορίζονταν από φυσικούς παράγοντες: «Απ’ του να βαρέσ’  ο ήλιους ώσπου να φύγ’». Το ωράριο εργασίας ξεκινούσε με την ανατολή του ηλίου και έληγε με τη δύση. Αυτό σημαίνει πως κατά τους θερινούς μήνες το ωράριο εργασίας ξεπερνούσε της 15 ώρες, λαμβάνοντας υπόψη πως ο ήλιος ανατείλει περίπου στις 6 το πρωί και δύει μετά τις 8 το απόγευμα. Το γεγονός της πολύωρης εργασίας ήταν δυσβάσταχτο ενώ το ημερομίσθιο δεν ήταν ανάλογο των ωρών εργασίας.  

«Αντωνία: Μας έλεγε η μάναμ, θα ρθείτε μανάριαμ να πάμε να μαζέψουμε πατάτα. Έρχουνταν η μάναμ και μια γειτόνισσα. Τότε θα ήμουν 14 χρονών. Εγώ γεννήθηκα το 49. Να πάμε να δουλέψουμε στη πατάτα, μπροστά η μάνα και η θειά. Δεν πηγαίναμε ποτές, χωρίς να είναι μία μυαλωμέν’. Έπρεπε να είναι μία μυαλωμέν’ γναίκα να στηριχτούμε. Δεν παϊνάμε όπου θέλαμε να δουλέψουμε. Πάντα τίμια, όμορφα και ωραία. Δεν δώσαμε δικαίωμα πουθενά, πηγαίναμε πάντα σταθερά. Φτωχά ήταν εκείνα τα χρόνια αλλά δικαίωμα δεν δώσαμε πουθενά. Και όταν πηγαίναμε μας έλεγαν, πάρα πολύ καλά.
   Και ένας από τα βαμπάκια, ήρθε τώρα πρόφατα πριν 3 μήνες, και ήθελε να με βρει να με γνωρίσει. Λέει, θέλω να βρω το τάδε το κορίτσι, πιο;  Που λέγονταν … Αντωνία. Να δω τι έκανε, παντρτεύτηκε; Τί προκοπή έκανε εκείνο το κουρίτσ;
    Και ήρθε εδώ στο σπίτι. Ήρθε μαζί με τον αδερφό του και λέει: γεια σου κυρία, δεν με ξέρετε ποιος είμαι; Δεν σας ξέρω λέω, μπορεί να είστε τίποτα γνωστοί αλλά δεν σας θυμάμαι. Που να θυμηθείς κορίτσιμ’ λέει, ερχουσάσταν όλα τα κουρίτσια που ερχόσασταν και μαζουνάτει βαμπάκια και ήθελα να σε γνωρίσω γιατί πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια.
Έκανε ανακαίνιση την αποθήκη και βρήκε τον κατάλογο που είχε γραμμένα τα ονόματα. Π.χ  … Αντωνία έμασε 105 κιλά βαμπάκι, … έμασε 83 κιλά. Ήρθα να σε δω λέει, να σε γνωρίσω, έλεγα μέσα στο μυαλό μου, θα προκόψεις εσύ. Μάζευες το καθαρότερο βαμπάκι, και ήσουν η πιο τακτική. Ήσουν πρόθυμη για όλα. Ποτέ δεν έλεγες όχι. Σε είχα στο μυαλό μου και ήρθα να σε βρω. Και σε περιμένω με την οικογένειά σου στο σπίτι μου, σας περιμένει και η γυναίκα μου.
Εγώ δυστυχώς δεν μπόρεσα να πάω. Αυτός είναι από τα Καμποχώρια, δεν θυμάμαι πως το λένε.
Μας πήγαινε αυτός στο χωράφι, στο βαμπάκι, μας έβαζε απάν στις καρότσες, τότε βάζαμε γάντια στα χέρια, και είχες ένα τσουβάλι μπροστά και άλλο από πίσω, γέμιζες το ένα το έβαζες στην άκρη, έπαιρνες το άλλο, αυτά τα τσουβάλια εμείς τα λέγαμε ποδιές. Κουραστικό πολύ κουραστικό.
Ο: Ήσασταν μόνο γυναίκες;
Αντωνία: Όλο γυναίκες, με τις μισαλίτσες, τότε βάζαμε μισαλίτσες στο κεφάλι, άσπρες μισαλίτσες και φούστες μακριές.» 

Η αφήγηση της Αντωνίας με το χαρακτηρισμό μίας εκ των γυναικών ως «μυαλωμένη» έχει βαρύνουσα σημασία. Ο συντονισμός ενός «συνεργείου-ομάδας»  γυναικών, πολλές φορές ήταν υπόθεση συγκεκριμένης γυναίκας. Υπήρχαν γυναίκες οι οποίες λόγο πείρας, εμπειρίας και προσωπικών επαφών με άτομα-εργοδότες, ύστερα από έκλυση των τελευταίων, αναλάμβαναν το ρόλο του συντονισμού και της εύρεσης γυναικών για εποχιακή εργασία.

«Οδυσσέας: Εσένα κανόνιζε ο άντρα σου σε ποιον θα πάτε για δουλειά;
Αντωνία: Ναι. Υπήρχαν όμως και γυναίκες που κανόνιζαν.»

Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει πως υπήρχαν φαινόμενα μεσιτείας ή οργανωμένες γυναίκες που να ασχολούνται αποκλειστικά με την οργάνωση και διαχείριση τέτοιου είδους ομάδων, ώστε να επιτυγχάνουν επιπλέον κέρδος από τη διαμεσολάβησή τους. Αν και τέτοια φαινόμενα έχουν σημειωθεί σε άλλα μέρη της Ελλάδας[13].


«Μαρία: …εγώ πήγα και στουν Τύρναβου, στα ρουδάκινα. Να είνει ζέστα-φλόγα και να μην έχουμε νερό να πιούμει. Κι είχει ένα αυλάκι εκεί που πότζαν, κι πηγινάμει και κουλιμπιούμασταν μές’ στ’ αυλάκι, και από κει να πίνουμει και γενουμέσταν μούσκιμα, και τα μαλλιά μας και το πρόσωπο. Δεν μπουρούσαμει απ’ του χνούδ’ που έχουν τα ροδάκινα, του’ χαμει παν στου πρώσουπου και ήμασταν συνέχεια στ’ αυλάκι μέσα.
   Εγώ πήγα ακόμα και στα Καπνά. Με πήρε πολύ μικρή η μάναμ στα καπνά. Κοιμούμασταν εκεί μια βδουμάδα. Κι μι σήκουναν τρεις η ώρα νύχτα, γιατί νύχτα μάζευαν τα καπνά, και γω τα μάτιαμ’ μισουκλεισμένα στου χωράφι, αλλά μ’ ήθελει αυτή η αφεντικίνα γιατί με φτρούσει, και μετά εκεί στου καλύβι αρμαθιαζάμει, κι μένα μ’ ήθιλει η αφεντικίνα γιατί έφτιανα πουλές αρμαθιές. Μι φτρούσει περισσότερου απ’ τσ’ άλλες, απ’ τ’ μάναμ, και απ’ τσ’ αδερφές τσ’. Η μάναμ κι η θειάμ’ έλεγαν:
- Άρε η τσάκαλουσ’, μας πέρασει πάλι.
Έφτιαχνα πολλές αρμαθιές γι’ αυτό μ’ ήθελαν, αλλιώς να πάω να σπάσου[14] νύχτα; είχα τα μάτια κλεισμένα δεν μπορούσα. Εκεί μας έδιναν το φαί με του δελτίου, απου μια πιπιριά γεμιστή μας έδουναν, εγώ ήμουν και μικρό κουρίτς’  πεινούσα. Και αυτού στου Καραλάρ’[15]  που παϊνάμει, καθουμάστουν μια βδουμάδα πάλι, που μαζιβάμει βαμπάκ’.»

«Χρυσούλα: Και να είσαι στν’ κορφή το καταμεσήμερο και να ζητάς νερό…
- Θα κατεβείτε τώρα θα κατεβείτε (μιμείται τη φωνή της αφεντικίνας)»

«Μαρία: Εγώ ήμουν γκαστρωμένη έξι μήνες, και ήμουν ανεβασμένη σε μια φιρικιά, και ήταν η ώρα δωδεκάμισ’ στη μία ετρωγάμει. Εγώ τζιτζίκιασα από νεράκι, κι η αφεντικίνα ήταν απου κάτ’. Και τη λέω:
- Μουρή Κατίνα πού είνι του παγούρ’;
- Ε! τι του θες τώρα του παγούρ;
-Δίψασα μουρί, θα πέσου κατ’.
- Α! ήθρε η ώρα τώρα.
Και να θέλει μισή ώρα ακόμα, και αυτός ο … νευριάσκει και κατεβένει απ’ τη σκάλα κατ’ χωρίς να τον δει, αρπάζ’ του παγούρι, με του φέρν εμένα στν’ κουρφή. Μι λέει «πιες όσο θέλς», και είχαμει και ποδιές, «ξέδισει την ποδιά και κρέμαστο τώρα, να μην το στείλουμε κατ’ αυτήν τν’ ώρα». Δεν πέρασαν 5-10 λεπτά, αυτήν το’ ψαχνε, πού είνει του παγούρι; λέει.
- Κατίνα κοίτα που είνει του παγούρι’ τν λέω και γω, σ’ κουρφή. 
- Ποιος του’ φιρει αφτού;
- Όποιος διψούσε λέω και γω. Τώρα λέω, όταν θα κατεβούμει, ήρθε η ώρα λέω και γω. …κουντά είχαμει και λίγου θάρρος.»

Στις περιόδους έντασης της εργασίας, οι αυξημένοι ρυθμοί δουλειάς δυσκόλευαν το σύνολο της αγρεργασίας. Τα διαλλείματα πραγματοποιούνταν μόνο το μεσημέρι για περίπου δεκαπέντε λεπτά όσο θα διαρκούσε το μεσημεριανό γεύμα. Περιθώρια ξεκούρασης ή η παραμικρή διακοπή της εργασίας ήταν κατακριτέα από τους εργοδότες. Όπως πληροφορούμαστε από την προηγούμενη αφήγηση της κυρίας Μαρίας, ακόμη και το διάλλειμα για νερό κατακρίνονταν με έμμεσο βέβαια τρόπο από τους εργοδότες.

¤¤¤

Η παραπάνω περιγραφή που αφορά στη μισθωτή εποχική αγρεργασία των γυναικών της κοινωνίας της Μελίβοιας έφερε στην επιφάνεια τις ιδιαίτερες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι του αγροτικού χώρου. Μέσω των αφηγήσεων των γυναικών, αντλούμε ως αναπαράσταση της βιωμένης εμπειρίας τους μία σειρά γεγονότων τα οποία υπήρξαν καθοριστικά για τη συγκρότηση της αγρεργατικής ταυτότητάς τους. Η εικόνα που αφορά στις δυσκολίες στους αγρούς και στη γενικότερη οικονομική δυσχέρεια της αγροτικής κοινωνίας της Μελίβοιας εξέρχεται από τις συλλογικές αναπαραστάσεις των ίδιων των υποκειμένων έτσι όπως οι τελευταίες προκύπτουν από τη μελέτη της μνήμης τους.
            Από τα όσα προηγηθήκαν διαπιστώσαμε πως η εποχιακή μισθωτή αγρεργασία των γυναικών υπήρξε ολικό φαινόμενο του χωριού Μελίβοια. Όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, στη συλλογική μνήμη αυτών των γυναικών έχει χαραχθεί η δυσάρεστη ανάμνηση της σκληρής δουλειάς όλων αυτών των χρόνων, όπως επίσης και ένας άλλος παράγοντας, με έμφυλη αυτή τη φορά διάσταση.
            Η γυναίκα στον αγροτικό χώρο διακατέχεται από μία μειονεκτική και δευτερεύουσα θέση στη κοινωνία ως σύνολο. Η υποτέλεια της γυναίκας που έχει ισχύ σε παγκόσμια κλίμακα είναι παρούσα και στην παραδειγματική περίπτωση της μισθωτής εποχικής αγρεργασίας των γυναικών της Μελίβοιας. Στο πλαίσιο της γενικότερης υποτέλειας της γυναίκας έναντι του άνδρα, κύρια στο οικονομικό επίπεδο, η αμοιβή της γυναίκας βρίσκεται σε χαμηλότερα ποσοστά.
            Το φαινόμενο αυτό δεν διαφοροποιείται στον αγροτικό τομέα, αντίθετα, όπως στο άστυ έτσι και στο χωριό, όπως στη βιομηχανία έτσι και στη γεωργία, ο μισθός της γυναίκας είναι χαμηλότερος από αυτόν του άντρα. Σε κανένα νομό της χώρας η αμοιβή της γυναίκας δεν φτάνει την αντίστοιχη ανδρική. Αν και υπάρχει η εκτίμηση πως η διαφορά των αμοιβών έγκειται κυρίως στο είδος της εργασίας[16] οι συλλογικές αναπαραστάσεις των γυναικών έχουν αντίθετη άποψη και το δηλώνουν με τη χαρακτηριστική φράση: «Όχι μανάριμ’!, όχι!»

«Οδυσσέας: Το μεροκάματο για τις γυναίκες ήταν το ίδιο με τους άντρες;
Χρυσούλα: Όχι μανάριμ’!, όχι!»

«Αντωνία: …το μεροκάματο ήταν λίγο φτηνότερο για τις γυναίκες. Οι άντρες έπαιρναν «αντρικό» μεροκάματο, γιατί θα κουβαλούσαν στη σκάλα, ήταν ψιλά τα δέντρα τότε…» 

«Μαρία: Οι άντρες έπερναν παραπάν και ας δουλευάμει εμείς  περισσότερο. Εμείς να ήμαστει μι δύο σκάλις δίποδες διμένεις να ανεβαίνουμει να ακουμπούμει στα σύρματα τσ’ ΔΕΗ (δείχνει το ύψος με το χέρι) που μαζώναμει κεράσια…»

«Μαρία: Να είναι οι άντροι, χαμηλότερα, κι εμείς να ήμαστει στ’ κουρφές (εδώ τονίζει την αδικία).»

«Μαρία: (…) κεράσια μαζώναμει πολλά. Πάρα πολλά. Και το μεροκάματο ήταν λιγότερο απ’ τσ’ άντροι. Τσ’ στιγμής οι κουβάδοις να γεμίζν, και να έχουμει τσ’ άντροι, είχαμει τουν …, παεινάμει μαζί, κι άμα ίβλιπει η φουκαράς δεύτερον κουβά να γιουμόζου εγώ, και αυτός ακόμα τον πρώτο τον είχε στην μέση, έλεγε:
-  Μαρία, Μαρία, δωμ τουν κουβά να τον ρίξω εγώ.
Να τουν ρίξει αυτός, να μην αντρουπιάζιτει (ντροπιαστεί) που δεν γιόμσει τουν κουβά.
- Πάρτουν ρε … , έλεγα εγώ. Λες και θα πάρω του χρυσό του κύπελλο;
Αλλά οι άντροι, περισσότερο μεροκάματο (έπαιρναν) και λιγότερο δούλεμα.
Ο: Τα αφεντικά αυτό δεν το εκτιμούσαν;
Μαρία: Όχι δεν το εκτιμούσαν. Άντρας έλεγαν, άντρας..!»

«Μαρία: Εγώ ζουρίζουμουν τόσο πολύ που μερικοί άντροι ίφιρναν τουν κώλουτς τρώϊρα, (έφερναν τον κώλο τους «γύρο-γύρο» με τη σημασία πως χασομερούσαν) γυρνούσαν, έκαμναν, και έπαιρναν αντρικό μεροκάματο, δεν μπορούσαν να μασν’.»

«Χαρίκλεια: (…) οι γυναίκες έπαιρναν πιο χαμηλό μεροκάματο.»

«Εργοδότης: (…) είχα γυναίκες που οι άντρες δεν τσ’ έφταναν. Μικρή η διαφορά στο μεροκάματο. Οι άντρες που έπαιρναν τη σκάλα, κουβαλούσαν (δηλαδή) τη σκάλα, έπαιρναν λίγο παραπάνω. Παράδειγμα αν ήταν τριάντα το μεροκάματο αυτοί έπαιρναν τριάντα πέντε, ένα τάλιρο παραπάν.»

Η συλλογική μνήμη των αφηγητών ταυτίζεται με το υπαρκτό γενικότερο φαινόμενο του χαμηλότερου μισθού της γυναίκας σε αντίθεση με τον άντρα. Παρόλο που το γεγονός αυτό είναι δεδομένο, δεν ισχύει, όμως, το γεγονός πως το είδος της εργασία της γυναίκας θα μπορούσε να υποβιβασθεί σε σύγκριση με των αντρών. Οι γυναίκες δούλευαν σκληρά, τις περισσότερες φορές πολύ πιο σκληρά από τους άντρες, όπως επίσης και η παραγωγικότητά τους ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή των αντρών, εξάλλου το τελευταίο μας το πιστοποιεί ο ίδιος ο εργοδότης. Σύμφωνα με τη συλλογική αναπαράσταση που προκύπτει από την μνήμη των αφηγητών, το πρόσχημα που δικαιολογεί και καθησυχάζει κατά κάποιο τρόπο τις γυναίκες στο επίπεδο της χαμηλότερης μίσθωσης, είναι το χαρακτηριστικό της «μεταφοράς της σκάλας» από τον άντρα εργάτη. Το στοιχείο αυτό αναφέρθηκε ως δικαιολογία τόσο από τις ίδιες τις αγρεργάτριες όσο και από τον εργοδότη. 

«Χρυσούλα: Τσ’ σκάλες τσ’ τρανές μας τσ’ έβαζαν αυτοί (άντρες).»

«Αντωνία: …οι άντρες έπαιρναν «αντρικό» μεροκάματο, γιατί θα κουβαλούσαν τη σκάλα, ήταν ψιλά τα δέντρα τότε.»

Οι υποκειμενικές αναπαραστάσεις που προκύπτουν από την αφήγηση των ιστορίας ζωής των γυναικών αγρεργατριών, που αφορά στη χαμηλότερη μίσθωση, προβάλλει ως διαμαρτυρία με έντονο το αίσθημα της δυσαρέσκειας. Η επικαθορισμένη υποτέλεια και μειονεκτική θέση της γυναικείας εργασίας ως καθολικό φαινόμενο επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό τις αγρεργάτριες.
Η σκληρή συνειδητοποίηση της κατάστασης ότι η δουλειά που πραγματοποιούν οι γυναίκες στην αγρεργασία πολλές φορές ξεπερνά αυτή των ανδρών, δημιουργούσε το έντονο αίσθημα της αδικίας. Αντίδοτο στην αδικία θα μπορούσε να αποτελεί, σε συμβολικό επίπεδο, η βοήθεια των αντρών προς τις γυναίκες  που επιτυγχάνεται με τη μεταφορά της σκάλας από δέντρο σε δέντρο. Το στοιχείο αυτό της μεταφοράς της σκάλας, λειτουργούσε ως μία δικαιολογία, από την πλευρά των γυναικών, για τη διαφορά του μισθού.
Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί, η αρμοδιότητα των αντρών στην εποχική αγρεργασία, πλην της συγκέντρωσης του καρπού σε ειδικά δοχεία-κουβάδες και μετέπειτα το άδειασμά τους σε τελάρα, ήταν και η μετακίνηση και τοποθέτηση της σκάλας στην κατάλληλη θέση, ώστε να διευκολυνθεί το μάζεμα του καρπού από ψηλότερα σημεία. Λόγω του βάρους της σκάλας η ενέργεια αυτή έπρεπε να γίνεται από τους άνδρες.
            Αντίθετα, όσο αφορά στο μάζεμα και στη συγκέντρωση του καρπού (μήλα, κεράσια, αχλάδια) η παραγωγικότητα των γυναικών στο επίπεδο της ποσότητας καρπού που συλλέχτηκε, ξεπερνούσε, πολλές φορές, κατά πολύ αυτή των αντρών. Το γεγονός αυτό πιστοποιείται όχι μόνο από την παραπάνω αφήγηση της κυρίας Μαρίας αλλά και από την αφήγηση ενός εκ των μεγάλων εργοδοτών, όπως επίσης και από γενικότερες συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της επίτευξης της παρούσας μελέτης. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να αγνοούμε το γεγονός της υποκειμενικότητας που απορρέει από τη μνήμη των αφηγητών.

¤¤¤

Η μελέτη της μνήμης επιτυγχάνεται σύμφωνα με τις μεθόδους και την τεχνική της προφορικής ιστορίας[17]. Ωστόσο, η μελέτη της συλλογικής μνήμης[18] αφορά στη μνήμη των ατόμων της ίδιας κοινωνίας και είναι οριοθετημένη σε κοινό χώρο και χρόνο[19]. Έτσι οι συλλογικές αναπαραστάσεις ως απόρροια της συλλογικής μνήμης των γυναικών αγρεργατών φέρνουν στην επιφάνεια στοιχεία που είχαν συσκοτιστεί με το πέρασμα των χρόνων. Ένα ιδιαίτερο στοιχείο που εκπορεύεται από τη συλλογική μνήμη των αφηγητριών μας αφορά στην καθημερινότητα τους ως εποχιακές αγρεργάτριες. Από τη στιγμή που το στοιχείο αυτό πρόβαλλε στις γυναίκες ως εμπόδιο που τους ταλαιπωρούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της εποχιακής τους αγρεργασίας, είναι βαθιά χαραγμένο στη μνήμη τους και ξεπροβάλλει με συλλογικό χαρακτήρα καθώς όλες οι πληροφορήτριές μας το διηγούνται δίχως δική μου παρέμβαση. Το εν λόγω στοιχείο εντοπίζεται στο επίπεδο της μετακίνησης των αγρεργατριών, από και προς το σημείο της εργασίας.
            Καθώς η κωμόπολη της Αγιάς βρίσκεται σε απόσταση 10 χιλιομέτρων από το χωριό Μελίβοια, την απόσταση αυτή οι εποχικές αγρεργάτριες ήταν αναγκασμένες να καλύπτουν σε καθημερινή βάση πλην των περιπτώσεων που η διαμονή τους στο χώρο εργασίας θα καλύπτονταν από τους ίδιους τους εργοδότες. Το τελευταίο ενδεχόμενο συνήθως αφορά στην περίπτωση που ο αγροτικός χώρος εργασίας θα ήταν σε απομακρυσμένα[20] χωριά του κάμπου της Θεσσαλίας όπως Γερακάρι, Κουκουράβα, Πλατύκαμπος κ.ά., και όχι στην αγροτική περιοχή της Αγιάς. Η καθημερινή μετακίνηση των αγρεργατριών προς την Αγιά ήταν σίγουρα μία δύσκολη υπόθεση.
            Αρχικά, δηλαδή στα μέσα τις δεκαετίας του 1950, η μετακίνηση προς την Αγιά γινόταν είτε με ζώα είτε με πεζοπορία. Το γεγονός αυτό επιβάρυνε τους αγρεργάτες, ακόμη περισσότερο, λαμβάνοντας υπόψη την αρκετά μεγάλη χιλιομετρική απόσταση που έπρεπε να διανύσουν με πεζοπορία.
            Από τη δεκαετία του 1960 και εξής η μετακίνηση γινόταν με κάποιο φορτηγό αυτοκίνητο το οποίο αναλάμβανε αποκλειστικά το συγκεκριμένο δρομολόγιο προς εξυπηρέτηση των αγρεργατών και αγρεργατριών. Την επόμενη δεκαετία, η μετακίνηση γινότανε με αστική συγκοινωνία από το ΚΤΕΛ της Αγιάς. Επί καθημερινής βάσης τα λεωφορεία έφταναν στην αρχή του χωριού για να μεταφέρουν τους αγρεργάτες και τις αγρεργάτριες στην Αγιά, όπου, εκ νέου θα επιβιβάζονταν σε αγροτικά μηχανήματα (τρακτέρ, αγροτικά αυτοκίνητα) με προορισμό τον αγρό. Η όλη αυτή διαδικασία αν και φαίνεται εύκολη υπόθεση, στα μάτια των αφηγητριών μας, φάνταζε ως ιδιαίτερα σκληρή δοκιμασία. Ας αφήσουμε τις ίδιες τις γυναίκες να ξεδιπλώσουν, μέσω των αφηγήσεών τους, τις αναπαραστάσεις της βιωμένης εμπειρίας τους που αφορά στη μετακίνησή προς τον τόπο αγρεργασίας.   
  
«Χρυσούλα: ..τότε, μπρουστά μπρουστά[21], παϊνάμει στς’ πατάτις. Και κινούσαμει από δώ, περπαντούντα, πως εφτανάμει σν Αγιά (απορεί), και όλη μέρα σκυμμένοι μαζουνάμει πατάτες και του βράδ’ πίσου περπατούντα εδώ να έρχεσει.»

«Χρυσούλα: …κουντά-κουντά, ύστιρα, έρχουνταν αμάξια. Μάζευαν εδώ 10-15 γναίκες και νύχτα μας πήγαιναν νύχτα μας γυρνούσαν. Όλη μέρα εκεί, σκυμμένη να είσαι, και από κει έρχουσαν πάλι νύχτα.

«Χρυσούλα: …σηκουνουμέσταν απ’ τσ’ έξι η ώρα, να πάμε κατ’ αυτού (στη βρύση του χωριού). Πρώτα παϊνάμει πίσου, στην αρχή απ’ του χωριό, ποια και ποια να προυφτάσ’ εκεί, να είναι έτσι ο κόσμος (εννοεί συνωστισμό κόσμου), έξι λιουφουρεία έρχουνταν, ποιος να προυτουανεβεί, άλλους έσπρουχτει από δω, άλλους έσπρουχτει απού κει, αν πρόφτανεις στου πρώτου να πας, στου δεύτερου, στου τρίτου,  και να φτάσ’ τσ’ 9 η ώρα εκεί (Αγιά) και τα αφεντικά πείσμωναν κιόλα. Και πώς να πας; Που σι μάζευαν καστνάρ,’ βίρα μπροστά, βίρα πίσου. Όποιος προυλάβ’.
   Παϊνάμει εκεί, ετρουγάμει απου λίγου, ύστερα ανεβενάμει στα δέντρα, στα μίλα για αραίωμα, στα κεράσια, εφεγνάμει στς’ 5 η ώρα ερχουμάσταν σν’ Αγιά (από τον αγρό προς την Αγιά). Πότε να παρς σειρά κι απού κει; Στις 5 σχουλνούσαμει, μπουρεί να έφυγνεις τσ’ 7 απου κει, γιατί στα λεουφουρεία, όποιους πρόφταινε ανέβαινε, εβγανάμει και εισιτήρια, αλλά όποιος πρόφταινε.»

«Μαρία: Ήμασταν στ’ κατηφόρα εδώ από πίσου, και ετριχάμει, κι ήταν μουνουπάτια τότι, δεν είχαν τέτοιοι δρόμοι (σαν τους σημερινούς), δεν αφηνάμει δάχτλα αστούμπτα (χωρίς να τα στουμπίσουμε – χτυπήσουμε). Ετριχάμει κατ’ να προυλάβουμει. Ήταν του πρώτου λεωφορείο, να μαζουνουμάστει μέσα απου 100 άτουμα και να μας τραβούν και να μη βγαίνουμει, για να προλάβουμει για να μην αργήσουμει. Να μας βγάν’ απ’ την μία πόρτα και μεις απ’ την άλλη να τρυπώνουμει να ήμαστει έτσι μέσα (κίνηση με το σώμα). Έρχουνταν κι’ άλλα λεωφουρεία, αλλά θέλαμει να πάμει μι του πρώτου. Άντε ύστερα που μας έφιρναν του σούρουπου, ματα βγάλει αυτές τσ’ ανιφόρις σαπάν.»  

«Χρυσούλα: Απ’ τού προυί που θα ξεκινούσες, έπρεπε να τρεχς για να τα φτιάϊς (φτιάξεις) αυτά ούλα, να φτάσ’ κάτ εκεί (στη στάση του λεωφορείου), να παρς του λεωφορείου, να ανεβείς στ’ κερασιά, όλη τν ώρα στ’ κερασιά, να κατεβείς, να φας μια μπουκουσιά, να ματανεβείς…»

«Μαρία: …το πρωί που σκωνομέστουν να πάμε για δλειά, πολλές φορές κόβονταν το φως, δεν είχαμε φως, και αν έβλεπες εκεί στο πρακτορείο στην Αγιά, άλλος είχε μία παντόφλα μαύρη, μία καφέ, μπλούζες απ’ τν ανάποδη…ήταν και το σκοτάδ’ είχαμε και βια να βάλουμει τα ρούχα να φύγουμει. Βιαζόμασταν για να μη φύγει του λεοφωρείου. Τότε ήμαστουν ποια και ποια να φύγει πρώτη απ’ τν Αγιά.»

«Αντωνία: …τότε στα μήλα ήταν τα λεωφορεία. Πηγαίναμε με τα λεωφορεία. Αλλά πάρα πολύς κόσμος πήγαινε τότε με τα λεωφορεία. Ήταν τέσσερα λεωφορεία. Τα λεωφορεία ήταν γεμάτα, ότι σ’ έπεφτε δεν χωρούσε να το παρς. Μια φορά ούρλιαξε μία,
 - Ε βρε με σουβλισέτει με του πιρούν’. Στην τσάντα είχαν πιρούνι για να φαν και με το στρίμωγμα που είχαν, σουβλίστηκαν με το πιρούνι. Τόσος κόσμος. Το χωριό τότε ήταν γεμάτο από κόσμο, δεν είναι όπως είναι τώρα. Μερικές φορές, αν δεν προλάβαινες, το έχανες, το λεωφορείο δεν τους χωρούσε. Πολλά λεωφορεία. Τα τρία ήταν γεμάτα. Το Σάββατο περισσότερα από 4 λεωφορεία.»

«Χαρίκλεια: …πριν τριάντα χρόνια, έρχονταν 5 λεωφορεία εδώ, σκοτωνόμασταν πιο θα προλάβει. Πόσες φορές ο θκόσμ (άντρας) νόμιζε ότι έπαθα τίποτα, ερχομάστουν με το τέταρτο λεωφορείο αν δεν προλαβαίναμε τα άλλα γιατί ήμασταν μακριά, μας έφερναν ως την Αγιά αυτοί με τα αυτοκίνητα και μετά πέρναμε το λεωφορείο.»

«Ο: Απ’ ότι έμαθα έρχονταν 5-6 λεωφορεία εδώ.
Εργοδότης: Και εφτά, πήγαιναν και ξαναέρχονταν.
Ο: Τους άφηναν εδώ στην Αγιά; Από δω μέχρι το χωράφι πως τους πηγαίνατε;
Εργοδότης: Με τα κάρα, με τα γουμάρια τον πρώτο καιρό. Δεν είχαμε δρόμο καλό. Με τα γουμάρια και με τα πουδάρια παενάμει.» 

Η μετακίνηση των αγρεργατών και αγρεργατριών προς την Αγιά, έτσι όπως έγινε γνωστό μέσω της μνήμης των αφηγητριών μας, υπήρξε δύσκολη υπόθεση. Το πλήθος των αγρεργατών και ο περιορισμένος αριθμός λεωφορείων δυσκόλευε σε μεγάλο βαθμό τους κατοίκους της Μελίβοιας. Η πορεία προς τη στάση του λεωφορείου θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηρισθεί ως αγώνας δρόμου γιατί μόνο οι πρώτοι που θα προσέγγιζαν το σημείο της στάσης έγκαιρα, θα βρίσκονταν στην Αγιά στην ώρα τους. Αυτοί που έμεναν πίσω ήταν υποχρεωμένοι να περιμένουν την επιστροφή των λεωφορείων ή να καλύψουν τα δέκα χιλιόμετρα που απαιτούνται με πεζοπορία ώστε να φτάσουν ύστερα από μιάμιση ώρα στην Αγιά.
            Η συλλογική μνήμη των πληροφορητριών μάς δίνει τις κατάλληλες αφηγηματικές εικόνες μέσα στις οποίες η πλειονότητα της κοινωνίας της Μελίβοιας, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και κατά τη διάρκεια της αυξημένης έντασης της εποχιακής αγρεργασίας, βρίσκονταν σε κατάσταση «αγώνα δρόμου» με σκοπό την επιβίβασή τους σε κάποιο από τα λεωφορεία.
            Τα λεωφορεία αποβίβαζαν τους επιβάτες στο πρακτορείο της Αγιάς, που βρίσκονταν εκείνη την εποχή στο κέντρο της κωμόπολης. Από εκεί, όσοι είχαν εκ των προτέρων «κανονίσει» ποιος θα ήταν το αφεντικό τους, επιβιβάζονταν στο αγροτικό όχημα του τελευταίου με προορισμό τον αγρό. Οι άλλοι θα έβρισκαν εργοδότη επιτόπου. Η επιστροφή τους πραγματοποιούνταν το απόγευμα μέχρι το πρακτορείο της Αγιάς και από κει, η πραγματικότητα της επιστροφής προς τη Μελίβοια επαναλαμβάνονταν με τον ίδιο γραφικό τρόπο .
            Η εργασία των αγρεργατριών δεν σταματούσε με την επιστροφή τους στο χωριό. Με την επιστροφή τους στην οικία ξεκινούσε η δεύτερη φάση της εργασίας, αυτής που απαιτείτε για την προετοιμασία των απαραίτητων ετοιμασιών του σπιτιού.    
            Για μια ακόμη φορά γίνεται γνωστή η σκληρή πραγματικότητα της γυναίκας. Παρ’ όλη την κούραση των γυναικών ύστερα από την σκληρή εργασία στον αγρό, η επιστροφή στο σπίτι ενώ έπρεπε να αποτελεί ανακούφιση  ή ανάπαυλα για αυτές, οι αφηγήσεις τους δείχνουν το αντίθετο:

«Μαρία: Ηθιλάμει του πρώτο, (λεωφορίο, και στην επιστροφή από την Αγιά στο χωριό) γιατί άμα θέλαμει να ζμώσουμει το βράδυ, θα μας σουρούπουνει σν Αγιά. Γιατί παρέκια (αργότερα) στα μήλα, αλλάζει η ώρα. Πέντε σουρουπόνει ανα κένα.  Τότε ήμαστουν ποια και ποια να φύγει πρώτη απ’ τν Αγιά…»

«Χρυσούλα: …και όλη μέρα σκυμμένοι μαζουνάμει πατάτες και του βράδ’ πίσου να έρχεσει. Να’ρχισει δω, οικουγένεια, να μαγιρέψ’ να ζμώνς, να πλένς, ε περασάμι λίγου δυστυχία και βάσανα…»

«Μαρία: …άντε ύστερα που μας έφιρναν του σούρουπου, ματα βγάλει αυτές τσ’ ανιφόρις σαπάν.  Και μετά πλύνει, ζύμουσει, μαγέριψει, να σι περν’ μία η ώρα του βράδ’ και του προυί να σκώνισει. Είχαμει κότες, είχαμει γίδα, να ετοιμάσ’ και τα πιδιά. Περασάμει πουλά εμείς τότε, πουλά…»

«Χρυσούλα: Όταν ερχομέστουν απ’ την δλειά, οι άντροις, έπιαναν τσ’ καρέκλις,  ειμείς, φτιάξει του πσουμί, πλήνει, φτιάσει του φαή, καθημερινώς αυτό. Πολύ στενοχώρια…»

Η σκληρή πραγματικότητα της γυναικείας εργασίας δεν περιοριζόταν μόνο στον αγρό. Ως γυναίκες – σύζυγοι – μητέρες, έπρεπε να εργάζονται υπέρμετρα ώστε να φέρουν εις πέρας το «καθήκον» τους. Όπως έχει τονιστεί προηγούμενα, οι οικιακές εργασίες ήταν καθαρά γυναικεία υπόθεση στην κοινωνία της Μελίβοιας. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει με τον καλύτερο τρόπο τόσο την μειονεκτική θέση της γυναίκας όσο και την ανωτερότητα των αντρών. Η φράση της κυρίας Χρυσούλας πιστοποιεί για μία ακόμη φορά την παραπάνω θέση: «…οι άντροις, έπιαναν τσ’ καρέκλοις…».
Η συνεισφορά της γυναίκας στο πλαίσιο της οικογενειακής εστίας είχε διττό χαρακτήρα. Η εποχική μισθωτή αγρεργασία των γυναικών στην κοντινή κωμόπολη της Αγιάς προσέφερε στο νοικοκυριό τη συμπληρωματική οικονομική βοήθεια ώστε να διατηρείται η σχετική βιωσιμότητά του. Το ημερομίσθιο του άντρα από την εποχική αγρεργασία όπως επίσης και τα κέρδη από την ιδιωτική τους αγροτική εκμετάλλευση, θα παρείχαν στην οικογενειακή εστία τα απαραίτητα ώστε να επιβιώσει.

«Μαρία: Ξέρς Δυσσέα, όταν παϊνάμει για μιρουκάματου τι ελιγάμει;
- Ελιγάμει: Τσ’ μψεσ (παράδες) θα πάρουμει ένα τραπέζ’ κι δυο καρέκλις και τσάλλες μψες να γυρίσουμει[22] στου σπίτ’. Δεν είχαμει καρέκλα κι τραπέζ’ να καθίσουμει. Περασάμει πάρα πουλά...»

Το δεύτερο μέρος συνεισφοράς της γυναίκας στην οικογενειακή εστία προέρχεται από τη δεύτερη φάση εργασίας της, την παραδοσιακή οικιακή εργασία που έπρεπε να πραγματοποιηθεί από την ίδια.  Εκτός των άλλων, η οικιακή εργασία ήταν αναγκαία για το νοικοκυριό ώστε να αποφεύγεται η κοινωνική κριτική. Στην κοινωνία της Μελίβοιας η κοινωνική κριτική, το κουτσομπολιό και τα γενικότερα σχόλια στο επίπεδο της νοικοκυροσύνης ήταν συχνά. Καμία γυναίκα της μικρής αγροτικής κοινωνίας της Μελίβοιας δεν ήθελε να πέσει θύμα τέτοιας κριτικής, γεγονός που θα απειλούσε τόσο το σπιτικό της όσο και την ίδια σε προσωπικό επίπεδο.






[1] Α. Μωυσίδης, Η αγροτική κοινωνία στη σύγχρονη Ελλάδα. Παραγωγική και κοινωνικη διάρθρωση στην Ελληνική γεωργίας (1950-1980), Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα 1986, σελ. 259.
[2] Βλ. στο ίδιο, σελ. 260.
[3] Στα μέσα της δεκαετίας του 50’.
[4] Αθανατιώτες: κάτοικοι της Αθανάτης. Αθανάτη ήταν το παλαιότερο όνομα του χωριού Μελίβοια. 
[5] Βλ. Α. Μωυσίδης, ό.π. σελ. 265.
[6] Βλ. στο ίδιο, σελ. 266.
[7] Βλ. στο ίδιο, σελ. 268.
[8] Κ. Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, Εξάντας, Αθήνα 1975, σελ. 210-211.
[9] Β. Νιτσιάκος, Χτίζοντας το χώρο και το χρόνο, Οδυσσέας, Αθήνα 2003, σελ. 152.
[10] Για το κλάδεμα των δέντρων απασχολούνταν μόνο άντρες.
[11] Γκάϊα: το πουλί κοράκι.
[12] Επίθετο εργοδότη.
[13] Βλ. Α. Μωυσίδης, ό.π., σελ. 270.
[14] σπάζω καπνό = μαζεύω καπνό.
[15] Ελευθέριο, πεδινός οικισμός σε απόσταση 25 χιλιομέτρων από τη Μελίβοια.
[16] Βλ. Α. Μωυσίδης, ό.π., σελ. 274.
[17] Σχετικά με την προφορική ιστορία βλ. στο P. Thompson, Φωνές από το Παρελθόν. Προφορική Ιστορία, (επιμ) Κ. Μπάδα – Ρ.Β. Μπούσχοτεν, μτφ. Ρ.Β Μπούσχοτεν – Ν. Ποταμιανός, Πλέθρον, Αθήνα 2008 και στο Α. Κυριακίδου – Νέστορος, Λαογραφικά Μελετήματα 2, Πορεία, Αθήνα 1993.
[18] M. Halbwachs, On Collective Memory, μτφ. L.A. Coser, Chicago Press, Σικάγο 1999.
[19] Βλ. Θ. Παραδέλλης, Ανθρωπολογία της μνήμης, στο (επιμ) Ρ. Μπενβενίστε – Θ. Παραδέλλης, Διαδρομές και τόποι της μνήμης, Αλεξάνδρεια, 1999, σελ. 28.
[20] Σε σχέση με την κωμόπολη της Αγιάς που βρίσκεται σε απόσταση 10 χιλιομέτρων από το χωριό Μελίβοια.
[21] Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 50’.
[22] Εννοεί να καλυφθούν τα απαραίτητα έξοδα του σπιτιού – οικογένειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου